Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Κατὰ μίαν Μεγάλην Πέμπτην ὁ Σεραφεὶμ ἠξιώθη νὰ ἴδῃ ἐξαίσιον ὅραμα. Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Λειτουργίας, μετὰ τὴν Μικρὰν Εἴσοδον καὶ ἐνῷ ἐψάλλετο τὸ Τρισάγιον, ὅταν ὁ Ἱεροδιάκονος Σεραφεὶμ προέφερε τὸ «καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐκθαμβωτικὸν φῶς περιέλαμψεν αὐτὸν καὶ μέσα εἰς τὴν ἀπαστράπτουσαν ἐκείνην λάμψιν εἶδε τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τοῦ Ὁποίου τὸ πρόσωπον ἐφαίνετο λαμπρότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, περιστοιχιζόμενον ἀπὸ πλήθη οὐρανίων Δυνάμεων. Ὁ Κύριος κατῆλθεν εἰς τὸν Ναὸν ἀπὸ τὴν δυτικὴν πλευρὰν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπροχώρησεν ἄνωθεν τοῦ ἄμβωνος, ἥπλωσε τὰς χεῖράς του καὶ ηὐλόγησε τοὺς Μοναχοὺς καὶ τοὺς ἱερουργοῦντας. Κατόπιν εἰσῆλθεν εἰς τὴν εἰκόνα Του τὴν εὑρισκομένην εἰς τὸ τέμπλον ἀριστερὰ τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ ἡ Ἱερὰ ὀπτασία ἔσβησεν.

Ἡ καρδία τοῦ Ἱεροδιακόνου Σεραφεὶμ ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ἄφατον εὐφροσύνην, ἔλαμπε δὲ ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ οὐρανίου φωτός, τὸ ὁποῖον τὸν περιέλαμψε. Τὸ πρόσωπόν του ἠλλοιώθη καὶ δὲν ἠδύνατο οὔτε νὰ κινηθῇ, οὔτε νὰ ὁμιλήσῃ. Δύο ἀπὸ τοὺς συλλειτουργοῦντας Ἱεροδιακόνους, βλέποντες τὸν Σεραφεὶμ εἰς τὴν κατάστασιν ἐκείνην τῆς ἐκστάσεως, δὲν ἠδύναντο νὰ ἐννοήσουν τὶ συνέβη. Τὸν ἐβοήθησαν νὰ καθίσῃ παρὰ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, ὅπου ἔμεινεν ἀκίνητος, ἄφωνος, ὡς ἐκστατικὸς ἐπὶ ὥρας πολλάς, καὶ μόνον τὸ πρόσωπόν του ἤλλαξε πολλὰς φορὰς ἔκφρασιν καὶ χρῶμα. Ὅταν ὁ Σεραφεὶμ συνῆλθε, δὲν ἐτόλμησε νὰ φανερώσῃ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τὴν ὀπτασίαν τῆς ὁποίας ἠξιώθη, παρὰ μόνον εἰς τοὺς γεροντοτέρους ἐξ αὐτῶν. Ἡ οὐράνιος ὅμως ἐκείνη ὀπτασία ηὔξησεν ἔτι μᾶλλον τοὺς ἀγῶνας τοῦ Σεραφεὶμ καὶ ἰδίως τὴν ταπεινοφροσύνην αὐτοῦ. Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης «τοῖς μὲν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ’ 13), κατὰ τὸν Ἀπόστολον, ἐπεδίωκεν ἀκόμη περισσότερον τὴν σιωπὴν καὶ τὴν ἡσυχίαν καὶ συχνότερον ἀπεσύρετο εἰς τὴν ἐρημίαν τοῦ δάσους τοῦ Σαρώφ, ὅπου εἶχε κατασκευάσει κελλίον, διὰ νὰ ἀφοσιώνεται εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν. Ἐξετέλει βεβαίως τὰ καθήκοντά του εἰς τὴν Μονήν, ἀλλὰ τὸ ἑσπέρας, ὅταν δὲν ἦτο ἀγρυπνία, μόνος εἰς τὸ ἐρημικὸν κελλίον του παρεδίδετο δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς εἰς τὴν διὰ τῆς προσευχῆς συνομιλίαν μὲ τὸν Θεόν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.