Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

ΕΙΚΟΝΑ
Τοιχογραφία ἐκ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου ἐν Ἱ. Μονῇ
Ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, ἐν Φυλῇ Ἀττικῆς.

ΣΕΡΑΦΕΙΜ ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν, ὁ εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρὼφ ἀσκήσας, ἐγεννήθη ἐκ γονέων εὐσεβῶν τὴν ιθ’ (19ην) Ἰουλίου τοῦ ἔτους ͵αψνθ’ (1759) εἰς τὴν πόλιν Κούρσκ τῆς Ρωσίας. Ὁ πατήρ του ἦτο ἐργολάβος οἰκοδομῶν, ἰδιαιτέρως δὲ ηὐχαριστεῖτο ὅταν ἀνελάμβανε τὴν ἀνοικοδόμησιν ἱερῶν Ναῶν, ἔργον διὰ τὸ ὁποῖον ᾐσθάνετο βαθυτάτην ψυχικὴν ἀγαλλίασιν. Ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἀγάθη Φωτίεβνα ἐξετιμᾶτο ἰδιαιτέρως διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὰς ἀγαθοεργίας της. Ἀμφότεροι λοιπὸν οἱ γονεῖς, διακρινόμενοι διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν Χριστιανικὴν πίστιν των, ἀνέτρεφον τὰ τρία τέκνα των, δύο υἱοὺς, καὶ μίαν θυγατέρα, ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου Νεώτερος τὴν ἡλικίαν μεταξὺ τῶν τριῶν τέκνων τῶν εὐσεβῶν γονέων ἦτο ὁ μικρὸς Προχὸρ (Πρόχωρος), ὅπως ὠνομάσθη κατὰ τὸ Ἅγιον Βάπτισμα ὁ Ὅσιος. Εἰς ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν ὁ μικρὸς Προχὸρ ἀπώλεσε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν εἶχεν ἀναλάβει τὴν ἀνέγερσιν ἑνὸς μητροπολιτικοῦ Ναοῦ, τὸν ὁποῖον δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἀποτελειώσῃ. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου της τὸ ἔργον συνέχισεν ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία ἦτο ὑποχρεωμένη νὰ ἐργασθῇ διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ ἀναθρέψῃ τὰ τρία ὀρφανὰ τέκνα της, φροντίζουσα συγχρόνως καὶ διὰ τὴν προκοπήν των εἰς τὴν εὐσέβειαν.

Ὁ μικρὸς Προχὸρ συχνὰ συνώδευε τὴν μητέρα του, ὅταν ἐκείνη καθημερινῶς μετέβαινεν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ἀνεγειρομένου Ναοῦ καὶ ἔδιδε τὰς ἀναγκαίας ὁδηγίας εἰς τοὺς ἐργαζομένους εἰς αὐτήν. Μίαν ἡμέραν ἀνῆλθε μετ’ αὐτῆς εἰς τὸ κωδωνοστάσιον τοῦ Ναοῦ καὶ ὁ μικρὸς Πρόχωρος. Ἐκεῖ ὅμως εἴτε ἀπὸ ἀπροσεξίαν εἴτε καὶ κατὰ θείαν οἰκονομίαν, ἵνα ἀπὸ τῆς ἡλικίας αὐτῆς φανῇ ὅτι ὁ Προχὸρ ἦτο σκεῦος ἐκλεκτὸν τοῦ Θεοῦ προωρισμένον δι’ ὑψηλὰ ἔργα, ὁ μικρὸς ὠλίσθησε καὶ ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ κωδωνοστασίου κατέπεσεν εἰς τὸ ἔδαφος. Ὅλοι κατελήφθησαν ἀπὸ φρίκην καὶ κυρίως ἡ μήτηρ του, ἥτις ἔσπευσε νὰ κατέλθῃ, διότι ἐνόμισαν ὅτι ὁ μικρὸς Προχὸρ θὰ μετεβάλλετο εἰς ἄμορφον σωρὸν αἱματωμένων σαρκῶν. Ὅλοι ὅμως ἔμειναν κατάπληκτοι, ὅταν σπεύσαντες εἰς τὸ σημεῖον τοῦ δυστυχήματος εὗρον τὸν μικρὸν Προχὸρ ἱστάμενον ὄρθιον, χωρὶς τὴν ἐλαχίστην ἀμυχήν, ὡς ἐὰν εἶχε πηδήσει οἰκειοθελῶς ἀπὸ μικρὸν ὕψος, ὅπως πράττουν πολὺ συχνὰ οἱ παῖδες τῆς ἡλικίας του.

Ὅταν ὁ Προχὸρ ἤρχισε νὰ φοιτᾷ εἰς τὸ σχολεῖον, ἔδειξεν ἰδιατέραν ἀντίληψιν καὶ ταχύτητα εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῶν διδασκομένων. Ἰδιαιτέρως ἐνετρύφα εἰς τὴν μελέτην τῶν ἱερῶν βιβλίων, ὥστε εἰς τὴν ἡλικία τῶν δέκα ἐτῶν ἐγνώριζε πολὺ περισσότερα


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.