Ὅταν ὁ Σεραφεὶμ ἔφθασεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν 35 ἐτῶν ἐχειροτονήθη Ἱερεύς. Ὡς Ἱερομόναχος πλέον προσέφερε καθημερινῶς τὴν ἀναίμακτον θυσίαν καὶ μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τὴν θείαν Κοινωνίαν ἐθεώρει ὡς ἀστείρευτον πηγὴν δυνάμεως καὶ χαρᾶς διὰ τὸν Χριστιανόν. Διὰ τοῦτο οὐδέποτε ἔπαυε συμβουλεύων τὴν συχνὴν μετάληψιν, ἡ ὁποία καθαρίζει καὶ ἀνανεώνει τὸν ἄνθρωπον. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡγουμένου Παχωμίου, τὸν ὁποῖον ὁ Σεραφεὶμ ἐσέβετο καὶ ἠγάπα ὡς υἱὸς τὸν πατέρα του, ἔγινεν Ἡγούμενος ὁ Ἡσαΐας, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐζήτησε καὶ ἔλαβε τὴν ἄδειαν νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὰ ἐσώτερα τοῦ δάσους καὶ νὰ ζήσῃ ἐκεῖ ὡς ἀληθὴς ἐρημίτης. Ὁ Ἡγούμενος Ἡσαΐας μὲ λύπην του ἔδωσε τὴν συγκατάθεσίν του καὶ ὁ Σεραφεὶμ μὲ τὴν ψυχὴν πλημμυρισμένην ἀπὸ χαρὰν ἀνεχώρησε διὰ τὸ ἐρημητήριόν του. Τὸ ἐρημητήριον αὐτὸ ἦτο μία καλύβη, τὴν ὁποίαν ὁ Σεραφεὶμ εἶχε κατασκευάσει μὲ κορμοὺς ἐλάτων ἀπὸ τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὡς ὑποτακτικὸς εἰργάζετο εἰς τὸ δάσος, κόπτων ξύλα διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς Μονῆς.
Εἰς τὴν καλύβην ἐκείνην ἔφθασε ὁ Σεραφεὶμ τὴν κ’ (20ὴν) Νοεμβρίου ͵αψϟδ’ (1794), παραμονὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν πρὸ 15 ἀκριβῶς ἐτῶν εἶχε κτυπήσει διὰ πρώτην φορὰν τὴν θύραν τοῦ Μοναστηρίου. Τὸ κελλίον αὐτὸ ἀπεῖχε περὶ τὰ ἓξ ἕως ἑπτὰ χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Μονήν. Εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην ὑπῆρχον καὶ ἄλλα κελλία, εἰς τὰ ὁποῖα ἔζων μόνοι διάφοροι Ἀναχωρηταί, τὰ ὀποῖα ἐνεθύμιζον τὸ Ἅγιον Ὄρος. Οἱ Ἀναχωρηταὶ ἐκεῖνοι ἐστήριξαν καὶ καθωδήγησαν μὲ τὰς συμβουλάς των τὸν ἐρημίτην τοῦ Σαρὼφ κατὰ τὰ πρῶτα βήματά του εἰς τὴν ἐρημητικὴν ζωήν. Τὸ ἔνδυμά του ἧτο πτωχικόν, ἀπὸ δὲ τὸ στῆθος ἐκρέματο ὁ χάλκινος Σταυρός, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχε δωρήσει ἡ μήτηρ του, ὅταν μὲ τὴν εὐλογίαν της ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸν πατρικὸν οἶκον διὰ νὰ περιβληθῇ τὸ Ἀγγελικὸν Σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Εἰς τὸν ὦμον ἔφερε διαρκῶς ἕνα μικρὸν σάκκον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον. Μὲ τοῦτο ἤθελε νὰ δείξῃ πόσον εὐλογημένος ἀλλὰ καὶ ἐλαφρὸς εἶναι ὁ ζυγὸς τοῦ Κυρίου. «Μὲ τὸν Θεῖον Λόγον δὲν εὐφραίνεται μόνον ἡ ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα δυναμώνει», ἔλεγε συχνά.