Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

ὑποφέρων ἀπὸ φοβεροὺς πόνους. Τρία ἔτη ἔμεινεν ἀκίνητος εἰς τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ οὐδεὶς γογγυσμὸς ἐξῆλθεν ἁπὸ τὰ χείλη του οὔτε ἓν παράπονον δὲν ἠκούσθη ἀπὸ μέρους του. Διαρκῶς ηὐχαρίστει τὸν Κύριον διὰ τὴν δοκιμασίαν του. Διὰ τοῦτο ὅταν ὁ Ἡγούμενος Γέρων Παχώμιος ἐπρότεινεν εἰς τὸν Πρόχωρον νὰ καλέσουν ἰατρὸν νὰ τὸν ἐξετάσῃ, ἐκεῖνος ἠρνήθη. «Ἐγὼ παρέδωσα τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὸν ἀληθινὸν ἰατρὸν τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τὴν Πανάμωμον Αὐτοῦ Μητέρα», εἶπε καὶ ἐζήτησε νὰ κοινωνήσῃ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Ἀφοῦ ἐκοινώνησεν, ἐφανερώθη εἰς αὐτὸν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος συνοδευομένη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρον καὶ Ἰωάννην περιβαλλομένη ἀπὸ ἐκθαμβωτικὸν φῶς. Ἡ Παναγία ἐπλησίασε τὸν ἄρρωστον καὶ δεικνύουσα τοῦτου εἰς τοὺς Ἀποστόλους εἶπεν· «Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ἰδικός μας». Καὶ συγχρόνως τὸν ἤγγισε μὲ τὴν χεῖρα της εἰς τὴν δεξιὰν πλευράν. Ἀμέσως εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο ἐσχηματίσθη μία ὀπὴ ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔρρευσεν ἄφθονον δυσῶδες ὑγρόν. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν οἱ πόνοι ἔπαυσαν καὶ ὁ Πρόχωρος ἠσθάνθη νὰ ἐπανέρχωνται αἱ δυνάμεις του. Δὲν ἐπέρασαν πολλαὶ ἡμέραι καὶ ἡ ὑγεία του εἶχε τελείως ἀποκατασταθῆ. Ἔκτοτε ἡ εὐγνωμοσύνη του πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔγινεν ἀπέραντος.

Εἰς ἡλικίαν 28 ἐτῶν ὁ Πρόχωρος ἐκάρη Μοναχὸς λαβὼν τὸ ἀγγελικὸν ὄνομα Σεραφείμ. Τοῦτο ἔδωσεν εἰς αὐτὸν νέαν ὤθησιν εἰς τὸ νὰ προσθέσῃ καὶ ἄλλους ἀγῶνας καὶ ἄλλας ἀσκήσεις εἰς τὴν προσπάθειάν του, διὰ τῶν ὁποίων συνεχῶς ἐνεβάθυνε περισσότερον εἰς τὴν ἱερὰν θεωρίαν. Μετὰ ἓν ἔτος ἐχειροτονήθη Ἱεροδιάκονος καὶ οὕτως ἐλάμβανεν ἔκτοτε τακτικὰ μέρος εἰς τὰς ἱερὰς μυσταγωγίας.

Ἐπὶ ἓξ ἔτη ὑπηρέτησε τὴν Ἐκκλησίαν μὲ τὸν βαθμὸν τοῦτον, φλεγόμενος ἀπὸ τὴν θείαν ἀγάπην, προσθέτων νέους, κόπους, νέα ἀθλήματα καὶ νέα κατορθώματα εἰς τὴν ἄσκησίν του. Προσηύχετο διαρκῶς καὶ σχεδὸν δὲν ᾐσθάνετο κόπον οὔτε ἐζήτει ἀνάπαυσιν. Πολλάκις ἐλησμόνει καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴν ἤ νὰ πίῃ ὕδωρ καὶ ἐλυπεῖτο μόνον, διότι ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δὲν ἐπιτρέπει εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ ὑπηρετῇ ἀδιαλείπτως τὸν Θεόν, ὅπως οἱ Ἄγγελοι καὶ ὅπως ἐπεθύμει καὶ ο ἴδιος. Δι’ ὅλων αὐτῶν ἡ ψυχὴ τοῦ Σεραφεὶμ ἀνυψοῦτο διαρκῶς πρὸς τὴν ἱερὰν θεωρίαν. Τόσον δὲ προέκοπτεν ὁ Σεραφεὶμ εἰς αὐτήν, ὥστε κατὰ τὰς ἱεροτελεστίας ἔβλεπεν ἐνίοτε Ἁγίους Ἀγγέλους ὑπηρετοῦντας τὴν ἀναίμακτον Θυσίαν, ὡς νεανίας ἀστραπηβόλους, τῶν ὁποίων τὴν ψαλμῳδίαν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκφράσῃ ἡ ἀνθρωπίνη γλῶσσα οὔτε ἡ μελῳδία των νὰ συγκριθῇ μὲ καμμίαν γηΐνην μελωδίαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.