Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Εἰς αὐτὴν λοιπὸν τὴν Μονὴν ἔφθασεν ὁ Πρόχωρος τὴν κ’ (20ὴν) Νοεμβρίου, παραμονὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἔτους ͵αψοθ’ (1779). Ἐκεῖ τὸν ἐδέχθη μὲ καλωσύνην καὶ χαρὰν ὁ γέρων Ἡγούμενος Ἱερομόναχος Παχώμιος, ὁ ὁποῖος κατήγετο καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ Κούρσκ καὶ εἶχε γνωρίσει τοὺς γονεῖς του. Ὁ Παχώμιος παρέδωσε τὸν Πρόχωρον εἰς τὸν Ἱερομόναχον Ἰωσήφ. Ὁ νέος ὑπετάχθη μὲ προθυμίαν εἰς τὸν Γέροντά του καὶ ἐξετέλει μὲ ζῆλον καὶ ἀφοσίωσιν τὰ καθήκοντά του ὡς ὑποτακτικοῦ. Εἰργάζετο εἰς τὸ δάσος, ὅπου ἔκοπτε ξύλα διὰ τὰς ἀνάγκας τῆς Μονῆς, ἐβοήθει ὅμως καὶ εἰς τὸ ἀρτοποιεῖον, εἰς τὸ ξυλουργεῖον, εἶχε δὲ ἀναλάβει καὶ καθήκοντα Ἐκκλησιάρχου. Ἡ ἐργασία τοῦ Προχώρου ἦτο σκληρὰ καὶ βαρεῖα. Οὐδέποτε ὅμως παρεπονέθη οὔτε παρέλειψέ τι ἐξ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἦτο διατεταγμένος νὰ ἐκτελέσῃ. Μάλιστα ὅσον ἡ ἐργασία ἦτο βαρυτέρα τόσον καὶ ἡ χαρά του ἦτο μεγαλυτέρα. Τὴν ἀργίαν ἐθεώρει ἐπικίνδυνον διὰ τὸν Μοναχόν, διότι ἦτο δυνατὸν νὰ τὸν παρασύρῃ εἰς πολλοὺς πειρασμούς.

Παρ’ ὅλους ὅμως τοὺς κόπους εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβάλλετο ὁ Πρόχωρος οὐδέποτε παρέλειπε νὰ παρευρίσκεται εἰς ὅλας τὰς ἱερὰς Ἀκολουθίας. Πρῶτος ἔφθανεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τελευταῖος ἔφευγεν. Ὅταν ἐξετέλει τὰς διαφόρους ἐργασίας του ἡ προσευχή του ἦτο ἀδιάκοπος, «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» ἐψιθίριζον διαρκῶς τὰ χείλη του. Ἀλλὰ καὶ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Πρόχωρος εἶχε τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν του διαρκῶς ἐστραμμένην πρὸς τὸν Σωτῆρα ἡμῶν. Πάντοτε ἐνήστευε, τρώγων μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ πίνων ὀλίγον ὕδωρ καὶ ταῦτα μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν, κατὰ δὲ τὰς Τετάρτας καὶ Παρασκευὰς οὐδεμίαν τροφὴν ἐλάμβανε. Τὸν ὀλίγον ἐλεύθερον καιρόν του διέθετεν εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων. «Ὁ θεῖος λόγος εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ψυχῆς» ἔλεγε συχνά.

Ἡ ἡσυχία ὅμως τοῦ Μοναστηρίου δὲν τοῦ ἐφαίνετο ἀρκετή, ὥστε νὰ ἐπιδίδεται ὅσον ἤθελὲν εἰς τὴν σιωπηρὰν καὶ νοερὰν προσευχήν. Διὰ τοῦτο μὲ τὴν ἄδειαν καὶ εὐλογίαν τοῦ Γέροντός του συχνὰ ἀπεσύρετο εἰς τὸ βάθος τοῦ δάσους τῆς Μονῆς καὶ ἐκεῖ διήρχετο τὸν ἐλεύθερον καιρόν του ἀφωσιωμένος εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν. Δύο ἔτη εἶχον παρέλθει ἀφ’ ὅτου ὁ νεαρὸς ὑποτακτικὸς εὑρίσκετο εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἠσθένησε βαρέως. Ὁλόκληρον τὸ σῶμά του ἐπρήσθη καὶ ἔμεινε κατάκοιτος


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.