Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Ὅσον παρήρχετο ὁ καιρὸς τόσον ὁ Ὅσιος ηὔξανε τὴν νηστείαν, ὥστε εἰς τὸ τέλος ἔφθασε νὰ τρέφεται μόνον μὲ ὠμὰ λάχανα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὸν μικρὸν κῆπον του. Κατὰ δὲ τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν δὲν ἐλάμβανε καμμίαν τροφὴν μέχρι τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅτε μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς ἐρημητικῆς του ζωῆς πολλοὶ Μοναχοὶ εἶχον παρακαλέσει τὸν Ὅσιον νὰ ἐπιτρέψῃ εἰς αὐτοὺς νὰ παραμείνουν πλησίον του. Κανεὶς ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν παρέμεινεν ἐπὶ μακρὸν χρόνον μετ’ αὐτοῦ, διότι δὲν ἠδύναντο νὰ ἀνθέξουν εἰς τὴν σκληρότητα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου του. Ἄλλοτε πάλιν ἕτεροι Μοναχοὶ παρεκάλεσαν τὸν Ὅσιον νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἡγουμενίαν τοῦ Μοναστηρίου των. Ὁ Ὅσιος ὅμως πάντοτε ἀπέκρουε τὰς προτάσεις των μὲ πολλὴν ταπεινότητα, λέγων ὅτι ἐθεώρει ἑαυτὸν ἀνάξιον ἵνα ἀναλάβῃ τὸ βάρος τῆς σωτηρίας ψυχῶν.

Ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου ἦτο νὰ μένῃ μόνος εἰς τὴν ἡσυχίαν καὶ ἐρημίαν του, διὰ νὰ ἔχῃ τὸν καιρὸν νὰ συνομιλῇ διὰ τῆς διαρκοῦς προσευχῆς μὲ τὸν ποθούμενον ὑπ’ αὐτοῦ Θεὸν ὡς ἐνώπιος ἐνωπίῳ.

Παρὰ τὴν ἐπιθυμίαν του ὅμως αὐτὴν διαρκῶς τὸν ἐπεσκέπτοντο ὄχι μόνον Μοναχοὶ τοῦ Σαρώφ, ἀλλὰ καὶ Μονάστριαι τῆς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ Ντιβέγιεβο καὶ ἄνθρωποι διαφόρων τάξεων ἀπὸ τῶν ἁπλῶν χωρικῶν μέχρι καὶ τῶν ἀρχόντων. Πάντες οὗτοι ἤρχοντο ἢ διὰ νὰ ζητήσουν τὴν συμβουλήν του εἰς διαφόρους δυσκόλους περιστάσεις των ἢ καὶ ἁπλῶς διὰ νὰ τὸν ἴδουν, διότι ἡ φήμη του εἶχε φθάσει μέχρις αὐτῶν. Ὁ Ὅσιος ἐλυπεῖτο καὶ ἠνωχλεῖτο ἀπὸ τὰς ἐπισκέψεις αὐτάς, διότι ἐτάρασσον τὴν ἡσυχίαν του καὶ διέκοπτον τὴν ἀδιάκοπον προσευχήν του. Ὅλους ὅμως τοὺς ἐδέχετο μὲ καλωσύνην καὶ εἰς ὅλους ἔδιδε προθύμως τὴν συμβουλήν του, ἄλλους διὰ νὰ παρηγορήσῃ εἰς τὰς ἀτυχίας, ἄλλους διὰ νὰ ἐνισχύσῃ εἰς τοὺς ἀγῶνας των. Ἰδιαιτέρως ἠνωχλεῖτο ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὰς ἐπισκέψεις γυναικῶν. Διὰ τοῦτο παρεκάλεσε τὸν Ἡγούμενον Ἠσαΐαν νὰ ἀπαγορεύσῃ νὰ ἔρχωνται γυναῖκες εἰς τὸν λόφον του, τὸν ὀποῖον εἶχεν ὀνομάσει Ἄθω, ἐφαρμόζων τὴν διάταξιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἰς τὸ ὁποῖον ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος γυναικῶν. Ὁ Ἡγούμενος Ἠσαΐας μετὰ πολλοὺς δισταγμοὺς συγκατετέθη εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ Ὁσίου. Τὴν ἐπιθυμίαν ὅμως αὐτὴν τοῦ Ὁσίσυ ἐπλήρωσεν ὁ Κύριος καὶ ἡ Πανάχραντος αὐτοῦ Μήτηρ, τοὺς ὁποίους μὲ θέρμην παρεκάλεσεν εἰς τὰς προσευχάς του νὰ εἰσακούσουν τὴν δέησίν του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.