Μετὰ πολλὰς ὥρας ὁ Ὅσιος συνῆλθε. Μὲ πολὺν κόπον κατώρθωσε νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὰ δεσμά του καὶ μετὰ σκληρὰν προσπάθειαν, συρόμενος μᾶλλον παρὰ περιπατῶν, κατώρθωσε νὰ φθάσῃ εἰς τὴν Μονήν. Τὸ πρόσωπόν του ἦτο καταματωμένον, εἰς τὴν κεφαλὴν ἔφερε πολλὰ κατάγματα καὶ τὸ ὑπόλοιπον σῶμά του ἦτο καταπληγωμένον. Οἱ Μοναχοὶ τὸν ἐπεριποιήθησαν, ἐκαθάρισαν τὰ αἵματα καὶ ἔδεσαν τὰς πληγάς του. Ὁ Ὅσιος ἔμεινεν ἀρκετοὺς μῆνας εἰς τὸ ἀναρρωτήριον τῆς Μονῆς, ἐξηπλωμένος εἰς τὸ κρεββάτι τοῦ πόνου καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεὸν διὰ τὰς δοκιμασίας του. Τότε εἶδε καὶ πάλιν ἐν ὁράματι τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον συνοδευομένην ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρον καὶ Ἰωάννην, ἥτις ὑπεσχέθη εἰς αὐτὸν ὅτι θὰ τὸν θεραπεύσῃ. Μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ὁ Ὅσιος ἠσθάνη μίαν οὐρανίαν γαλήνην νὰ πλημμυρίζῃ τὴν ψυχήν του. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς Θεοτόκου ἤρχισε νὰ λαμβάνῃ ὀλίγην τροφὴν καὶ νὰ ἀναλαμβάνῃ. Ἐντὸς συντόμου διαστήματος ἡ ὑγεία του εἶχε σχεδὸν τελείως ἀποκατασταθῆ. Ἀπὸ τὰς πληγὰς ὅμως καὶ τὰς κακοποιήσεις, τὰς ὁποίας εἶχεν ὑποστῆ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐκείνους ἐγκληματίας ὁ Ὅσιος, ἔμεινε σκυμμένος εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν καὶ ἦτο ἠναγκασμένος νὰ στηρίζεται εἰς μίαν ράβδον.
Οἱ τρεῖς λῃσταὶ συνελήφθησαν καὶ ἐπρόκειτο νὰ δικασθοῦν, ἀλλ’ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ παρεκάλεσε νὰ τοὺς ἀφήσουν ἐλευθέρους. Τότε οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι κακοῦργοι ἦλθον καὶ ἔπεσαν εἰς τοὺς πόδας του παρακαλοῦντες νὰ τοὺς συγχωρήσῃ. Ὁ Ὅσιος τοὺς συνεχώρησεν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του. Ἡ θεία δίκη ὅμως δὲν ἐβράδυνε νὰ τοὺς τιμωρήσῃ. Κατὰ μίαν μεγάλην πυρκαϊάν, ἡ ὁποία ἐξερράγη εἰς τὸ χωρίον των, αἱ οἰκίαι τῶν κακῶν ἐκείνων ἀνθρώπων κατεστράφησαν μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των. Ἀφοῦ ἐθεραπεύθη ἀπὸ τὰς πληγάς του ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψεν εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ περιστατικὸν ὅμως ἐκεῖνο τὸν εἶχεν ἀναστατώσει. Διὰ νὰ ἐπανεύρῃ τὴν ἐσωτερικὴν εἰρήνην τῆς ψυχῆς του ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ ἐπέβαλεν εἰς τὸν ἑαυτόν του ἀπόλυτον σιωπήν. Οὐδένα δέχεται εἰς τὸ κελλίον του οὔτε πηγαίνει πλέον εἰς τὴν Μονήν. Ἂν συναντήσῃ κάποιον εἰς τὸ δάσος, κύπτει μέχρι τοῦ ἐδάφους καὶ βλέπει διαρκῶς πρὸς τὴν γῆν μέχρις ὅτου ὁ ξένος περάσῃ. Ἂν τοῦ ἀπευθύνῃ τὸν λόγον, δὲν ἀπαντᾷ. Βυθισμένος εἰς τὴν ἀπόλυτον σιωπὴν προσεύχεται νοερῶς καὶ ἀδιακόπως πρὸς τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ φέρουν μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα τροφήν, τὴν ὁποίαν ἀποθέτουν πρὸ τῆς θύρας τῆς καλύβης του. Πολλὰς φορὰς τὴν εὑρίσκουν ἄθικτον.