Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Ἐπέρασαν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἀρκετοὶ μῆνες. Εἰς τὴν Μονὴν ἔγινε νέος Ἡγούμενος, ὁ Νήφων. Οὗτος ἀνησυχῶν διὰ τὸν Ἅγιον ἀποφασίζει νὰ τὸν καλέσῃ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ Κοινόβιον. Ὁ Ὅσιος ὑπήκουσεν ἀμέσως διὰ νὰ μὴ φανῇ παρήκοος. Μόλις ὅμως ἔφθασεν εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἀφοῦ παρουσιάσθη εἰς τὸν Ἡγούμενον διὰ νὰ λάβῃ τὴν εὐλογίαν του, ἐκλείσθη ἀμέσως εἰς τὸ κελλίον του, γενόμενος ἔγκλειστος. Παρέμεινεν οὕτω κλεισμένος εἰς τὸ κελλίον του ἐπὶ πέντε ὁλόκληρα ἔτη. Μετὰ τὰ πέντε ἔτη διέκοψε τὴν ἀπομόνωσίν του ἐκείνην, διότι, ὅπως εἶπεν ἀργότερα ὁ ἴδιος, «αὐτὴ ἦτο ἡ θέλησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου». Κατὰ τὸ διάστημα τῶν πέντε ἐτῶν τῆς ἐγκλείσεώς του οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ ἄλλοι ἐπισκέπται τὸν ἤκουον συχνὰ νὰ ἀναγινώσκῃ καὶ νὰ σχολιάζῃ μεγαλοφώνως τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Συνηθροίζοντο τότε ἐμπρὸς εἰς τὴν θύραν τοῦ κελλίου του διὰ νὰ ἀκούουν ἔστω τὴν φωνήν του. Τὸ ἴδιον ἔκαμναν καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωρία. Ἐπεθύμουν νὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν του καὶ νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν του, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἔβλεπον τὸν ἴδιον.

Τριάκοντα ἑπτὰ ἔτη εἶχε διανύσει εἰς τὴν Μοναχικὴν ζωὴν καὶ τὴν ἄσκησιν ὁ Ὅσιος καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ οἱ πειρασμοί, τοὺς ὁποίους ἐδοκίμασε, καὶ οἱ ἀγῶνες διὰ τῶν ὁ ὁποίων κατεπολέμησε τὸν πονηρὸν καὶ ἀπέκρουσε τὰς προσβολάς του μόνον εἰς τὸν παντογνώστην Κύριον εἶναι γνωστά. Κατόπιν ὅμως τῶν ἀγώνων καὶ τῶν ἀσκήσεων, τῆς χαμαικοιτίας, τῶν νηστειῶν, τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς σιωπῆς, τὴν ὁποίαν ἐκράτησεν ὁ Ὅσιος, οὐράνιος γαλήνη ἐπλημμύρισε τὴν ψυχήν του καὶ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος τὸν ἐπροίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητος καὶ τῆς διακρίσεως.

Ἡ φήμη του εἰχε πλέον διαδοθῆ εἰς ὅλα τὰ γύρω χωρία καὶ πλήθη ἀνθρώπων ἤρχοντο διὰ νὰ ζητήσουν τὴν συμβουλὴν τοῦ Ὁσίου Γέροντος διὰ πολλὰ ζητήματα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἀπησχόλουν. Ὅλους τοὺς ἐδέχετο ὁ Ὅσιος μὲ καλωσύνην καὶ δι’ ὅλους εἶχεν ἕνα παρηγορητικὸν λόγον ἢ μίαν χρήσιμον συμβουλήν. Ἡ θύρα τοῦ κελλίου του ἔμεινε πάντοτε ἀνοικτή, ὁ ἴδιος ὅμως οὐδέποτε ἐξήρχετο αὐτοῦ.

Διὰ νὰ μὴ λησμονῇ ποτὲ τὸν θάνατον καὶ νὰ ἔχῃ πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν τὸ κοινὸν τέλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, παρεκάλεσε νὰ κατασκευάσουν ἕνα φέρετρον ἀπὸ ξύλον βελανιδιᾶς, τὸ ὁποῖον ἔστησεν εἰς τὸ κελλίον του, ὥστε νὰ τὸ βλέπῃ διαρκῶς καὶ οὐδ’ ἐπὶ μίαν στιγμὴν νὰ λησμονῇ ὅτι «χοῦς ἐσμεν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.