ἐπιθεωρητὴς τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἠσθένησε βαρέως καὶ ἔμεινεν ἀκίνητος εἰς τὴν κλίνην του. Οἱ ἰατροὶ τὸν ἀπήλπισαν, ὁ Μοτοβίλωφ ὅμως δὲν ἔχασε τὸ θάρρος του. Ἐζήτησε νὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Σαρὼφ πρὸς τὸν Ὅσιον Σεραφείμ. Ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος εὑρίσκετο εἰς τὸ ἐρημητήριόν του ὁ Μοτοβίλωφ διέταξε τοὺς ὑπηρέτας του νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἐκεῖ. Ὁ ἄρρωστος παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ προσευχηθῇ διὰ τὴν θεραπείαν του. Ὁ Σεραφεὶμ ἔλαβε τὴν χεῖρα τοῦ ἀρρώστου καὶ τοῦ εἶπε μὲ σταθερὰν φωνὴν νὰ περιπατήσῃ. Ὁ Μοτοβίλωφ, στηριζόμενος εἰς τὸν Ὅσιον, ἔκαμεν ὀλίγα βήματα, ἀλλὰ μὲ τρομερὸν κόπον. Κατόπιν ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε νὰ βαδίσῃ πλέον μόνος. Ὁ ἄρρωστος ἐφοβήθη ὅτι θὰ πέσῃ, ὅταν ὅμως ἐδοκίμασεν, εἶδεν ὅτι πράγματι ἦτο ἱκανὸς νὰ βαδίσῃ. Εἶχε θεραπευθῆ. Ὅπως ἔγραψεν ὁ ἴδιος εἰς τὰς σημειώσεις του μία ὑπερφυσικὴ δύναμις ἐπλημμύρισε τὴν ὕπαρξίν του τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ τὸν ἔκαμε τελείως καλά. Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Μοτοβίλωφ ἐπεσκέπτετο συχνὰ τὸν Ὅσιον καὶ συνεζήτουν διὰ πολλὰ θέματα. Κατὰ μίαν ἀπὸ τὰς συναντήσεις των αὐτὰς ὁ Ὅσιος ὡμίλησεν εἰς τὸν Μοτοβίλωφ περὶ τῆς «ζωῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Οἱ λόγοι τοῦ Σεραφείμ, ἡ ἔκστασις ἥτις τὸν εἶχε καταλάβει καὶ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖον περιέλαμπε τὸ πρόσωπόν του, ἔκαμαν βαθεῖαν ἐντύπωσιν εἰς τὸν ἐπισκέπτην του. Τὴν συζήτησιν αὐτὴν τὴν κατέγραψε λεπτομερῶς εἰς τὰς σημειώσεις του ὁ Μοτοβίλωφ, αἱ ὁποῖαι ἐφυλάχθησαν μὲ θρησκευτικὴν εὐλάβειαν ἀπὸ τὴν σύζυγόν του καὶ ἀνεκαλύφθησαν τὸ ἔτος 1902 εἰς τὴν γυναικείαν Μονὴν τοῦ Ντιβέγιεβο, ὅπου εἶχε μονάσει αὕτη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου της.
Αἱ θαυματουργικαὶ θεραπεῖαι, αἱ ὁποῖαι ἐγίνοντο διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, χάρις εἰς τὰς προσευχὰς τοῦ Ὁσίου, ἐπολλαπλασιάσθησαν ὅταν ἀνέβλυσεν εἰς τὸ δάσος μία πηγή, κατὰ τὸν ἑξῆς θαυμαστὸν τρόπον. Ὁ Ὅσιος εἶχεν ἀποκτήσει ἐκ νέου τὴν συνήθειαν μετὰ τὸν Ἑσπερινὸν τῆς Κυριακῆς νὰ ἀποσύρεται εἰς τὸ ἐρημητήριόν του καὶ νὰ παραμένῃ ἐκεῖ ἐπί τινας ἡμέρας. Ἡ ἀπόστασις ὅμως τῶν ἕξ ἢ ἑπτὰ χιλιομέτρων, ἡ ὁποία ἐχώριζε τὸ ἐρημικὸν κελλίον του ἀπὸ τὴν Μονήν, ἦτο ἀρκετὰ μεγάλη διὰ τὰς μικρὰς δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι εἶχον ἀπομείνει εἰς τὸ ἐξησθενημένον σαρκίον του. Διὰ τοῦτο ἠναγκάζετο νὰ σταματᾷ συχνὰ κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν του, ἵνα ἀναπαυθῇ καὶ ἀναλάβῃ δυνάμεις, πλησίον μιᾶς πηγῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀποστάσεως καὶ ἡ ὁποία ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν εἶχε στερεύσει.