Ὅταν ἡ ὀπτασία ἔλαβε τέλος καὶ ἡ Εὐπραξία συνῆλθεν ἀπὸ τὴν κατάπληξιν καὶ τὸν φόβον ποὺ εἶχον κυριεύσει τὴν ψυχήν της, ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀλλὰ παρέμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἄφωνος. Τέλος ὡμίλησε διὰ νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Ὅσιον, ὅτι ἐλυπεῖτο, διότι δὲν ἐπρόφθασε νὰ παρακαλέσῃ τὴν Θεοτόκον νὰ μεσιτεύσῃ εἰς τὸν Υἱόν της νὰ τὴν ἐνισχύσῃ εἰς τὸν ψυχικὸν ἀγῶνα τὸν ὁποῖον διεξῆγε κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐναντίον τοῦ πονηροῦ. Ὁ Ὅσιος ὅμως τὴν καθησύχασε, διότι, ὅπως εἶπεν εἰς αὐτήν, ἐκεῖνος παρεκάλεσε, τὴν Θεομήτορα ὄχι μόνον διὰ τὴν ἰδίαν, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅλην τὴν ἀδελφότητα. «Πήγαινε, λοιπόν, εἰς τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ, τέκνον μου, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ προστατεύσῃ» τῆς εἶπε.
Μετὰ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἦτο ἡ δωδεκάτη, ὅπως ὡμολόγησεν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν Εὐπραξίαν, ἦτο πλέον φανερὸν ὅτι ἡ ἐπὶ τῆς γῆς παροικία του ἐπλησίαζε πρὸς τὸ τέλος της. «Πολὺ σύντομα θὰ σᾶς ἀφήσω, ἔλεγεν εἰς ὅσους τὸν ἐπεσκέπτοντο». «Εἶναι ἡ τελευταία φορὰ κατὰ τὴν ὁποίαν βλέπει ὁ εἷς τὸν ἄλλον», μᾶς ἔλεγεν. Ὁ ἴδιος ὥρισε τὸ μέρος, ὅπου ἐπεθύμει νὰ ἀνοιγῇ ὁ τάφος του καὶ παρεκάλεσε τοὺς Μοναχοὺς νὰ τὸν θάψουν ἐκεῖ. Ἀντὶ νὰ λυπῆται, διότι ὁ θάνατός του ἐπλησίαζε, τοὐναντίον ἔχαιρε καὶ τὸ πρόσωπόν του ἔλαμπεν ὡσὰν νὰ τὸ ἐπλημμύριζεν οὐράνιον φῶς. Ἦτο πλέον 73 ἐτῶν καὶ αἱ δυνάμεις του καθημερινῶς τὸν ἐγκατέλειπον.
Πολλοὶ Μοναχοὶ τὸν ἐπεσκέπτοντο τώρα συχνότερον διὰ νὰ λάβουν τὰς τελευταίας συμβουλάς του καὶ νὰ ἀκούσουν σωτηριώδεις λόγους ἀπὸ τὰ χείλη του. «Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁμοιάζει μὲ ἀναμμένον κερί», ἔλεγε μίαν ἡμέραν εἰς ἕνα Μοναχόν. Ἐπῆρε κατόπιν ἕνα κερὶ εἰς τὰς χεῖρας του καὶ τὸ ἤναψεν. Ὕστερα εἶπεν εἰς τὸν Μοναχὸν νὰ φυσήξῃ καὶ νὰ τὸ σβύσῃ. Ὁ Μοναχὸς ὑπήκουσεν. «Ἔτσι θὰ σβύσῃ ἐντὸς ὀλίγου καὶ ἡ ἰδική μου ζωή», εἶπε σιγά, ἀλλὰ χωρὶς παράπονον, χωρὶς φόβον. Τοὐναντίον ἐφαίνετο εὐχαριστημένος. Ὁ Μοναχὸς ἐσκυθρώπασε καὶ ἡ λύπη ἐζωγραφήθη εἰς τὸ πρόσωπόν του. «Δὲν εἶναι καιρὸς διὰ λύπην, ἀδελφέ μου», εἶπεν ὁ Ὅσιος, «ἀλλὰ καιρὸς χαρᾶς».
Ὁ Ὅσιος ᾐσθάνετο ὅτι τὸ τέλος σχεδὸν ἔφθασεν. Ἔκαμε τὰς τελευταίας ἑτοιμασίας του, ἔδωσε συμβουλάς, ἔγραψεν ἐπιστολάς. Παρεκάλεσεν, ὅταν τὸν τοποθετήσουν εἰς τὸ φέρετρον, νὰ θέσουν εἰς τὸ στῆθος του μίαν μικρὰν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, τὴν στιγμὴν τῆς ἐμφανίσεως εἰς αὐτὸν τῆς Θεοτόκου. Κατόπιν ἐκάλεσε τὸν Πνευματικὸν τῆς Μονῆς τοῦ Ντιβέγιεβο, ἐξωμολογήθη καὶ τοῦ παρέδωσε τὰ ἐπιμανίκιά του. Τὴν α’ (1ην) Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους ͵αωλγ’ (1833), ἡ ὁποία συνέπιπτε