μὲ ἡμέραν Κυριακήν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Λειτουργίαν, ἠσπάσθη ὅλας τὰς Ἁγίας Εἰκόνας καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μετὰ τὴν Λειτουργίαν ἀπεχαιρέτησεν ἕνα-ἕνα ὅλους τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἠσπάσθη, ἐζήτησεν ἀπὸ ὅλους καὶ ἔδωκεν εἰς ὅλους συγχώρησιν, κατόπιν εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὸν Ναόν, ἠσπάσθη τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ τὴν Εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, διέγραψε κύκλον γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, γονατίζων ἐμπρὸς εἰς τὸ ἱερὸν θυσιαστήριον κατὰ τὸ τυπικόν, καὶ ἐξῆλθε διὰ τῆς βορείας θύρας τοῦ Ναοῦ. Κατόπιν μὲ βήματα ἀργά, στηριζόμενος εἱς τὴν ράβδον του, σκυφτὸς ὅπως ἦτο ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ τὸν ἐκακοποίησαν οἱ λησταί, ἐπροχώρησε πρὸς τὸ κελλίον του, εἰσῆλθεν εἰς αὐτὸ καὶ ἔκλεισε τὴν θύραν...
Τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ ἀδελφὸς Παῦλος, τοῦ ὁποίου τὸ κελλίον ἦτο γειτονικὸν πρὸς τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου, τὸν ἤκουσε νὰ ψάλλη ἀναστάσιμα τροπάρια. Κατὰ τὴν ἰδίαν νύκτα τὸν εἶδε νὰ ἐξέρχεται τρεῖς φορὰς ἀπὸ τὸ κελλίον του, νὰ μεταβαίνῃ ἕως εἰς τὸν ἀνοικτὸν τάφον του καὶ νὰ ἵσταται ἐπ’ ἀρκετὸν ἄνωθεν αὐτοῦ, μὲ τὴν κεφαλὴν σκυμμένην, βλέπων πρὸς τὴν γῆν. Κατόπιν ἐπέστρεφεν εἰς τὸ κελλίον του καὶ ἐκλείετο εἰς αὐτό.
Ἦτο νὺξ ἀκόμη, ὅταν τὴν ἑπομένην, 2αν Ἰανουαρίου, ὁ ἀδελφὸς Παῦλος, ἐξελθὼν τοῦ κελλίου του διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν Ὄρθρον, ἠσθάνθη ὀσμὴν καπνοῦ νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ κελλίον τοῦ Ὁσίου. Ἐνόμισεν ὅτι ὁ Ὅσιος εἶχεν ἀναχωρήσει διὰ τὸ ἐρημητήριόν του καὶ εἶχε λησμονήσει κεριὰ ἀναμμένα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἤναψεν ἐντὸς τοῦ κελλίου πυρκαϊά. Ἐκτύπησεν εἰς τὴν θύραν τοῦ κελλίου, ἀλλ’ ἀπάντησιν δὲν ἔλαβεν. Ἐκάλεσε τότε καὶ ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ ἤνοιξαν τὴν θύραν διὰ νὰ σβήσουν τὴν πυρκαϊάν. Ὅταν ἤναψαν φῶς διέκριναν τὸν Ὅσιον γονατισμένον ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, μὲ τὰς χεῖρας ἐσταυρωμένας εἰς τὸ στῆθος του εἰς στάσιν προσευχῆς. Ἐμπρός του ἦτο ἀνοικτὸν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον. Πρὸς στιγμὴν ἐνόμισαν ὅτι προσευχόμενος ὁ Ὅσιος ἀπεκοιμήθη. Ὅταν ὅμως ἠθέλησαν νὰ τὸν ἐξυπνήσουν, διεπίστωσαν ὅτι ἡ ἁγία ψυχή του εἶχεν ἐγκαταλείψει τὸ σαρκίον της, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀκόμη θερμόν. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ εἶχε κοιμηθῆ τὸν ὕπνον τοῦ δικαίου. Τότε ἐνεθυμήθησαν μίαν προφητείαν, τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει πρὸ πολλῶν ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ὅταν ὁ Ἡγούμενος τοῦ συνέστησε προσοχήν, διότι μὲ τὰ ἀναμμένα κεριά, ποὺ ἄφηνεν εἰς τὸ κελλίον του, ὑπῆρχε κίνδυνος πυρκαϊᾶς. «Κανεὶς κίνδυνος δὲν ὑπάρχει», εἶπε τότε. «Μόνον ὁ θάνατός μου θὰ ἀποτελέσῃ ἔναρξιν πυρκαϊᾶς». Καὶ πράγματι ἡ πυρκαϊὰ ἐκείνη καὶ ὁ καπνὸς ἦτο ἡ ἀναγγελία τοῦ θανάτου του, διότι καμμία ζημία δὲν ἐπροξενήθη εἰς τὸ κελλίον ἀπὸ τὰς φλόγας.