Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Ὅσον ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἐνοχλοῦσαν τὸν Ὅσιον τόσον ἡ θεία Χάρις τὸν ἐπλημμύριζε μὲ οὐράνιον φῶς. Δύο ἡμέρας πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἔτους 1831 ὁ Ὅσιος ἐπληροφορήθη ὅτι θὰ τὸν ἐπεσκέπτετο ἡ Πανάχραντος Μήτηρ τοῦ Κυρίου. Τὴν παραμονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἦλθεν εἰς τὸ κελλίον του ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Ντιβέγιεβο ἡ Μοναχὴ Εὐπραξία, ἡ ὁποία ἐπερνοῦσε τότε μίαν περίοδον δοκιμασίας καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν Ὅσιον Σεραφεὶμ νὰ τὴν βοηθήσῃ μὲ τὰς συμβουλάς του νὰ ξεπεράσῃ τὴν περίοδον ἐκείνην τῆς ψυχικῆς της ἀναταραχῆς. Διὰ νὰ τὴν ἐνισχύσῃ εἰς τὸν ἀγῶνα της κατὰ τοῦ πνεύματος τῆς ἀκηδίας, τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε κυριεύσει, ὁ Ὅσιος τὴν παρεκάλεσε νὰ παραμείνῃ εἰς τὸ κελλίον του, διότι πολλὰ θὰ εἶχε νὰ ὠφεληθῇ. Ἡ Εὐπραξία ὑπήκουσε.

Τότε ὁ Ὅσιος ἤρχισε νὰ προσεύχεται καὶ μαζί του προσηύχετο καὶ ἡ Εὐπραξία. Πόσας ὥρας ἐκράτησεν ἐκείνη ἡ προσευχή, διηγήθη ἀργότερον ἡ Εὐπραξία, δὲν ἠδύνατο νὰ εἴπῃ. Ἀνέφερε μόνον ὅτι εἰς κάποιαν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ὅσιος ἐφαίνετο ὡς νὰ εὑρίσκετο ἐκτὸς τοῦ κόσμου τούτου, ἡ Μοναχὴ ἤκουσε νὰ πλησιάζῃ πρὸς τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὸν οὐρανὸν «ἦχος βιαίας πνοῆς» καὶ ἀμέσως ψαλμῳδίαι, ἐκθαμβωτικὸν φῶς καὶ μία γλυκεῖα εὐωδία ἐπλημμύρισαν τὸ σπήλαιον ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο. Ἐρρίγησεν ὁλόκληρος, ὅταν εἶδε τὸν Ὅσιον νὰ ἁπλώνῃ τὰς χεῖρας του πρὸς κάποιον καὶ νὰ φωνάζῃ μὲ ἀνεκλάλητον χαράν· «Ὦ Θεομήτορ! Ὦ Πανάχραντε Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου!».

Κατόπιν ἡ Εὐπραξία, ὅπως διηγήθη ἀργότερον ἡ ἰδία, εἶδε δύο Ἀγγέλους προπορευομένους τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποίαν περιεστοίχιζον ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ δώδεκα Παρθενομάρτυρες. Τὸ σπήλαιον ἔλαμψεν ἀπὸ ἕνα ἐκτυφλωτικὸν φῶς καὶ τῆς ἐφάνη ὡσὰν νὰ ἐμεγάλωσε καὶ νὰ ἔγινεν ἀπέραντον ὅσον ὁ οὐρανός. Μὴ δυναμένη ἡ Εὐπραξία νὰ ἀντικρύσῃ τὸ λαμπρότατον ἐκεῖνο φῶς καὶ τὴν θείαν ὀπτασίαν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ ἐσκέπασε μὲ τὰς χεῖρας της. Τρέμουσα ὁλόκληρος ἤκουσεν ἐν συνεχείᾳ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν Ὅσιον, δὲν ἠδυνήθη ὅμως νὰ ἐννοήσῃ τὶ ἔλεγον. Τὸ μόνον τὸ ὁποῖον συνεκράτησεν εἰς τὴν μνήμην της ἦσαν ταῦτα τὰ λόγια τῆς Θεοτόκου· «Σύντομα, τέκνον μου, θὰ ἔλθῃς πλησίον μας».


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.