Τοὺς ἐρχομένους πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος ἐδέχετο ἐνδεδυμένος μὲ λευκὸν χιτῶνα, φέρων ἐπιτραχήλιον καὶ ἐπιμανίκια, τὰ ὁποῖα ἔφερε καὶ κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς, ὅταν ἐκοινώνει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τοὺς ἤκουε μὲ προσοχὴν καὶ ἀγάπην, τοὺς ἔδιδε θάρρος καὶ ὅταν ἔφευγον προσέφερεν εἰς αὐτοὺς τεμάχιον ἀντιδώρου ἢ ἡγιασμένου ἄρτου. Τοὺς ἐρχομένους νὰ ἐξομολογηθοῦν ἤλειφε μὲ ἡγιασμένον ἔλαιον ἀπὸ τὴν ἀκοίμητον κανδήλαν τῆς Παναγίας Ἐλεούσης, ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς νὰ ἀσπασθοῦν τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ τοὺς ἔστελλεν εἰς τὸν πνευματικὸν τῆς Μονῆς τοῦ Σαρώφ. Ὁ ἴδιος σπανίως ἐξωμολόγει. Ὅλοι ὅμως ἔφευγον ἀπὸ τὸ κελλίον του μὲ ἐλαφρωμένην τὴν καρδίαν, μὲ τὴν ψυχὴν ἀναπτερωμένην, μὲ τὴν πίστιν ἐνισχυμένην καὶ μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ. Μεταξὺ τῶν ἐπισκεπτομένων τὸν Ὅσιον διὰ νὰ ζητήσουν τὰς συμβουλάς του καὶ τὴν εὐλογίαν του περιελαμβάνοντο ὄχι μόνον ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἀλλὰ καὶ πρόσωπα τῆς ἀριστοκρατικῆς τάξεως τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας, ἀκόμη καὶ μέλη τῆς Τσαρικῆς οἰκογενείας. Μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως καὶ τῆς διορατικότητος, μὲ τὸ ὁποῖον ἦτο προικισμένος, εἰς πολλοὺς ἐφανέρωνε μυστικὰ τὰ ὁποῖα τοὺς ἀπησχόλουν καὶ τὰ ὁποῖα πολλὰς φορὰς δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὰ ἀποκαλύψουν οἱ ἴδιοι εἰς τὸν Ὅσιον, ὥστε πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ὅσιος ἀναγινώσκει εἰς τὸ βάθος τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, ὡς νὰ εἶναι αὕτη βιβλίον ἀνοικτὸν ἐνώπιόν του. Ὅλους ὅμως τοὺς παρεκάλει ὁ Ὅσιος νὰ μὴ ἀποκαλύψουν εἰς ἄλλους τίποτε ἐξ ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἐφανέρωνεν εἰς αὐτούς.
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐρχομένους εἰς τὸ Σαρὼφ προσκυνητὰς παρεκάλουν τὸν Ὅσιον νὰ τοὺς ἐξομολογήσῃ. Ὅπως ἀνεφέραμεν προηγουμένως, ὅλους αὐτοὺς παρέπεμπεν εἰς τὸν Πνευματικὸν τῆς Μονῆς. Ὅταν ὅμως μὲ τὴν διορατικότητά του ἀντελαμβάνετο, ὅτι ὁ ζητῶν τὴν ἐξομολόγησιν ἐβαρύνετο ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, τότε ἐδέχετο τὴν ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιάν του μὲ πραότητα, ταπεινότητα καὶ ἀγαθότητα. Εἰς ὅλους συνίστα νὰ ἀναγνωρίζουν τὰς ἁμαρτίας των καὶ νὰ μετανοοῦν εἰλικρινῶς ζητοῦντες τὴν εὐσπλαγχνίαν καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἤθελον νὰ σωθοῦν. Κανένα δὲν κατέκρινε, διότι, ὅπως ἔλεγεν, ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν προσέρχεται εἰς τὸν Ἱερέα διὰ νὰ τοῦ ἐπιβληθῇ ἡ θεία δικαιοσύνη, ἀλλὰ διὰ νὰ ζητήσῃ τὸ θεῖον Ἔλεος καὶ νὰ εὕρῃ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν του μὲ τὴν μεσολάβησιν τοῦ Ἱερέως. «Ὁ Ἱερεὺς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἔλεγε συχνὰ ὁ Ὅσιος καὶ πρὸς τοὺς νεωτέρους τὴν ἡλικίαν Ἱερεῖς, παρὰ ὁ μεσολαβητὴς διὰ τὴν παροχὴν τῆς συγγνώμης τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν μετανοοῦντα ἁμαρτωλόν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Πνευματικοῦ πρὸς αὐτὸν πρέπει νὰ εἶναι συμπεριφορὰ πατρὸς πρὸς τέκνον καὶ ὄχι δικαστοῦ πρὸς ἐγκληματίαν».