Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

Ἐπὶ χιλίας ἡμέρας καὶ χιλίας νύκτας ὁ Ὅσιος συνεχίζει τὸν ἀγῶνα του καὶ κατὰ τὸ τέλος τῶν τριῶν περίπου αὐτῶν ἐτῶν ἠσθάνθη εἰς τὴν ψυχήν του μίαν γαλήνην καὶ ἀνακούφισιν, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τότε. Ὁ Ὅσιος ἠννόησεν ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν συνεχῆ ἀγῶνα του ὁ πονηρὸς κατενικήθη καὶ ἡ θεία εἰρήνη ἐπλημμύρησε τὴν ψυχήν του καὶ ὅλην τὴν ὕπαρξίν του. Ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ἐκ βάθους καρδίας, διότι εἰσήκουσε τὴν δέησίν του καὶ τὸν ἐβοήθησεν εἰς τὸν ἀγῶνα του, τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἔπαυσε. Κατὰ τὰ τρία αὐτὰ ἔτη τοῦ σκληροῦ ἀγῶνος του δὲν εἶδον τὸν Ὅσιον νὰ ἔρχεται εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ οἱ Μοναχοὶ διηρωτῶντο πῶς ἐτρέφετο. Τοῦτο ἔγινε γνωστὸν μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔδειξεν εἰς μίαν μονάστριαν τοῦ Ντιβέγεβο ἕνα λαχανικόν, τὸ ὁποῖον ἐφύτρωνεν ἄφθονον εἰς τὸ δάσος. Ἀπὸ τὸ λαχανικὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα χόρτα ἐτρέφετο ὄχι μόνον κατὰ τὸ θέρος, ὅταν ἦτο χλωρόν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν χειμῶνα. Ἀπὸ τὸ θέρος συνέλεγεν ἀρκετὴν ποσότητα, τὴν ἀπεξήραινε, καὶ ὅταν ἐπεθύμει νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν ἀνάγκην τῆς φύσεως ἔβραζεν ἀπὸ τὸ ἀπεξηραμμένον ἐκεῖνο λαχανικὸν καὶ οὕτω κατώρθωνε νὰ συντηρῆται.

Εἰς ἡλικίαν τεσσαράκοντα πέντε ἐτῶν ὁ Ὅσιος ἐφαίνετο πολὺ μεγαλύτερος. Αἱ ἀσθένειαι καὶ ἡ ἄσκησις εἶχον καταβάλει τὸ ἀσθενὲς σῶμα του, ὥστε ἔδιδε τὴν ἐντύπωσιν ἑνὸς παλιοῦ Γέροντος. Μίαν ἡμέραν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔκοπτε ξύλα εἰς τὸ δάσος, ἐνεφανίσθησαν ἐνώπιόν του τρεῖς λῃσταί, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐζήτησαν χρήματα. Ὁ Ὅσιος ἀπήντησεν, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ πτωχικὸν ἔνδυμά του καὶ τὸν χάλκινον Σταυρὸν τῆς μητρός του. Τότε οἱ ἄγνωστοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιον νὰ δείξῃ εἰς αὐτοὺς τὸ μέρος ὅπου, κατὰ τὰς πληροφορίας των, ἦτο θαμμένος μεγάλος θησαυρός. Πράγματι εἰς τὰ χωρία τῆς περιοχῆς ἐκυκλοφόρει μία τοιαύτη φήμη. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἀπήντησεν ὅτι τίποτε δὲν γνωρίζει. Τότε οἱ ἄγνωστοι ἦρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν μὲ ἕνα πέλεκυν, τὸν ὁποῖον ἐκράτουν, καὶ μὲ ξύλα, ἕως ὅτου τὸν ἀφῆκαν σχεδὸν ἡμιθανῆ. Νομίζοντες ὅτι ὁ Ὅσιος εἶχεν ἀποθάνει, ἤρχισαν νὰ ἐρευνοῦν εἰς τὴν καλύβην του χωρὶς νὰ εὕρουν τίποτε. Τότε οἱ λῃσταὶ ἔδεσαν τὸν Ὅσιον, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ρίψουν εἰς τὸν γειτονικὸν ποταμόν, διὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ἴχνη τοῦ ἐγκλήματός των. Τελικῶς ὅμως, Χάριτι Θεοῦ, ἔφυγον χωρὶς νὰ πραγματοποιήσουν τὸν σκοπόν των.


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.