του ὁ νέος Πρόχωρος. Προηγουμένως ὅμως μετέβη είς τὸ Κίεβον, τὴν «μητέρα τῶν ρωσικῶν πόλεων», ἡ ὁποία ἦτο γεμάτη ἀπὸ ἱεροὺς Ναοὺς καὶ Λαύρας. Ἀφοῦ ἐπεσκέφθη καὶ προσεκύνησεν ὅλα τὰ ἱερὰ καθιδρύματα τῆς πόλεως ἐκείνης, ἔφθασεν εἰς τὴν λεγομένην Λαύραν τοῦ Κιέβου. Ἐκεῖ ὁ Πρόχωρος ἐφανέρωσε τὸν ἅγιον σκοπόν του εἰς τὸν Ἡγούμενον τῆς Λαύρας, ὁ δὲ ἐρημίτης Δοσίθεος, προβλέπων ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος ἦτο «σκεῦος ἐκλογῆς», τὸν ηὐλόγησε καὶ τοῦ ὑπέδειξε νὰ περιβληθῇ τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα τῶν Μοναχῶν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ, ἕνα ἀπέραντον δάσος, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο πέραν απὸ τὴν Κούρσκ, τὴν πόλιν ὅπου ἐγεννήθη.
Μὲ ἱερὸν ἐνθουσιασμὸν ὁ Πρόχωρος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς μητρός του, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφανέρωσεν ὅλα ὅσα τοῦ ὑπέδειξεν ὁ Δοσίθεος. Ἐκείνη ἐχάρη, ηὐλόγησε τὸν υἱόν της καὶ ἐκρέμασεν εἰς τὸν λαιμόν του ἕνα χάλκινον σταυρόν, ὁ ὁποῖος ἦτο οἰκογενειακὸν κειμήλιον. Τὸν σταυρὸν αὐτὸν οὐδέποτε εἰς τὴν ζωήν του ἀπεχωρίσθη ὁ νέος Πρόχωρος. Οὕτω ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὰς εὐλογίας τοῦ ἐρημίτου Δοσιθέου καὶ τὴν εὐχὴν τῆς μητρός του ὁ Πρόχωρος ἀνεχώρησε διὰ τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ, συνοδευόμενος ἀπὸ δύο φίλους του, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶχον ἀκολουθήσει καὶ εἰς τὸ Κίεβον. Ὡς μόνον ἐφόδιον διὰ τὴν μακρινὴν ὁδοιπορίαν των οἱ τρεῖς νέοι παρέλαβον μαζί των ἕνα σάκκον μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον καὶ μίαν ράβδον.
Ἡ Μονὴ τοῦ Σαρὼφ ἦτο κτισμένη ἐπὶ ὑψηλοῦ λόφου, μεταξὺ δύο μικρῶν ποταμῶν. Τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦτο ἀκατοίκητον καὶ πυκνότατον δάσος ἡπλώνετο εἱς μεγάλην ἔκτασιν γύρω. Μόνον ἄγρια ζῷα ἐκατοικοῦσαν εἰς αὐτό, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν ἔρημον ἐκείνην εἷς ἀναχωρητὴς ὀνόματι Ἰωάννης. Ἡ φήμη τοῦ Ἰωάννου διεδόθη ταχέως, ὥστε καὶ ἄλλαι φιλέρημοι ψυχαὶ ἦλθον καὶ ἐσχημάτισαν μετ’ αὐτοῦ ἀδελφότητα, ἡ ὁποία ᾠκοδόμησε καὶ τὴν Μονήν.
Ὁ κανονισμὸς τῆς Μονῆς ἦτο ἁπλοῦς καὶ αὐστηρός, ὅπως οἱ κανονισμοὶ τῶν ἀρχαίων Μονῶν. Οἱ Μοναχοὶ εἰργάζοντο καὶ μὲ τὸ ἐργόχειρόν των ἐξησφάλιζον τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς των. Πρῶτος ἔδιδε τὸ παράδειγμα τῆς ταπεινοφροσύνης ὁ Ἡγούμενος, ταχέως δὲ ἡ Μονὴ ἔγινεν ὀνομαστὴ, ὄχι μόνον διὰ τὴν ταπεινοφροσύνην τῶν Μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν ὁποίαν ἔδιδον μὲ πρόθυμον καρδίαν εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 1775 ἐσημειώθη λιμὸς εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, ὁ Ἡγούμενος διέταξε νὰ ἀνοίξουν τὰς ἀποθήκας καὶ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην τὸν σῖτον τῆς Μονῆς.