Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν ΣΕΡΑΦΕΙΜ τοῦ Ρώσου ἀσκήσαντος εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σαρώφ.

ἀπὸ ὅσα ἐγνώριζον παῖδες πολὺ μεγαλυτέρας ἡλικίας ἀπὸ ἐκεῖνον. Ἠναγκάσθη ὅμως νὰ διακόψῃ τὰς σπουδάς του λόγῳ σοβαρᾶς ἀσθενείας. Μίαν νύκτα, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀσθενείας του αὐτῆς, ὁ Προχὸρ εἶδε καθ’ ὕπνους τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἡ Ὁποία ὑπεσχέθη εἰς αὐτὸν ὅτι θὰ τὸν ἐθεράπευε. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸ τῆς Κυρίας τῶν Οὐρανῶν δὲν ἐβράδυνε νὰ γίνῃ ἔργον. Μετ’ ὀλίγας ἡμέρας οἱ κάτοικοι τοῦ Κούρσκ ἐτέλουν λιτανείαν παρακαλοῦντες τὸν Θεὸν νὰ ἀποστείλῃ εἰς αὐτοὺς τὸ ἔλεός του, ἤτοι βροχήν, διότι ἡ ἀνομβρία ἠπείλει νὰ ἀφανίσῃ ἀνθρώπους, καὶ ζῷα καὶ φυτά. Ὅταν ἡ λιτανεία διήρχετο πρὸ τῆς οἰκίας της, ἡ μήτηρ τοῦ ἀσθενοῦς ἐσήκωσεν αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας της καὶ μὲ βαθεῖαν πίστιν τὸν ἀπέθεσεν εἰς τὸ ἔδαφος πρὸ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τῆς Θεοτόκου. Αὐτοστιγμεὶ ὁ ἀσθενὴς ἔγινε τελείως ὑγιής.

Ἔκτοτε ὁ διὰ τῆς χάριτος τῆς Θεοτόκου θεραπευθεὶς νέος ἐπεδόθη μὲ μεγαλύτερον ζῆλον εἰς τὴν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλίων, τὰ ὁποῖα διαρκῶς κατηύθυνον τὴν ψυχὴν καὶ τὸ πνεῦμα του πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἠσχολεῖτο μὲ τὸ ἐμπόριον καὶ συχνὰ παρελάμβανε μεθ’ ἑαυτοῦ τὸν ἀδὲλφόν του, διὰ νὰ τὸν βοηθῇ εἰς τὴν ἐργασίαν του καὶ πρὸ πάντων διὰ νὰ μένῃ εἰς τὸ κατάστημα, ὅταν ἐκεῖνος ἠσχολεῖτο μὲ ἐξωτερικὰς ὑποθέσεις. Ὁ Πρόχωρος προθύμως ἐβοήθει τὸν ἀδελφόν του, ἀλλὰ συγχρόνως ἐλυπεῖτο, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον περιωρίζετο ὁ χρόνος, τὸν ὁποῖον διέθετε διὰ τὴν μελέτην τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν βιβλίων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Παρὰ τὴν ἀπασχόλησίν του ὅμως αὐτὴν οὐδέποτε παρέλειπε νὰ ἐγείρεται ἀπὸ βαθείας νυκτὸς καὶ νὰ μεταβαίνῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὸν Ὄρθρον καὶ νὰ προσευχηθῇ μὲ ὅλην τὴν θέρμην τῆς νεανικῆς ψυχῆς του εἰς τὸν Θεόν.

Ὅταν ὁ Πρόχωρος ἔφθασεν εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν 18 ἐτῶν ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν κόσμον καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ νὰ ἀφιερωθῇ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν. Ἡ ζωὴ τῶν μεγάλων Ἀσκητῶν Ἀντωνίου, Εὐθυμίου καὶ τῶν ἄλλων ἐγέμιζαν τὴν ψυχήν του ἀπὸ θαυμασμὸν καὶ ἀγάπην διὰ τὴν ἐρημητικὴν ζωήν. Καὶ δὲν ὑπῆρχον βεβαίως εἰς τὴν Ρωσίαν ἔρημοι ὡς ἡ τῆς Νιτρίας ἢ τῆς Θηβαΐδος, ὑπῆρχον ὅμως ἀπέραντα καὶ πυκνότατα δάση, εἰς τὰ ὁποῖα μόνον ἄγρια θηρία ἔζων ἢ ὑπῆρχον Μοναστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα φιλέρημοι ψυχαὶ ἦσαν ἀφιερωμέναι εἰς τὴν λατρείαν καὶ τὴν ὑμνολογίαν τοῦ Θεοῦ. Εἰς μίαν τοιαύτην ἔρημον ἀπεφάσισε νὰ καταφύγῃ καὶ νὰ στήσῃ τὸ ἀσκητήριόν


Ὑποσημειώσεις

[1] Γκιουρτζῆδες ἐκαλοῦντο ἐπὶ τουρκοκρατίας οἱ Γεωργιανοὶ καθὸ τουρκιστὶ ἡ Γεωργία καλεῖται Γκιουρτζιστάν. Τὸ πάλαι ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἐκαλεῖτο Ἰβηρία, οἱ δὲ κάτοικοι Ἴβηρες. Ἡ Γεωργία εἶναι ὑπερκαυκάσιος χώρα τῆς Ἀσίας ὁριζομένη πρὸς δυσμὰς ὑπὸ τῆς Μαύρης Θαλάσσης, πρὸς βορρᾶν ὑπὸ τῆς κυρίως ὀροσειρᾶς τοῦ Καυκάσου, νοτιοανατολικῶς ὑπὸ τοῦ Ρωσικοῦ Ἀζερμπαϊτζὰν καὶ πρὸς νότον ὑπὸ τῆς Ρωσικῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Τουρκίας. Πρωτεύουσα αὐτῆς εἶναι ἡ Τιφλίς. Αὕτη ἦτο στενῶς συνδεδεμένη μὲ τὸ Βυζάντιον, ἡ δὲ ἐπίδρασις τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν αὐτῇ ἦτο τόσον βαθεῖα, ὥστε μέχρι τοῦ ἔτους 1936 ὡς ἐπίσημος γλῶσσα αὐτῆς ἐθεωρεῖτο ἡ Ἑλληνική.