Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀπέθανεν ὁ τῆς Βεροίας Ἐπίσκοπος καὶ συναχθέντες ὅλοι συνεφώνησαν νὰ ψηφίσουν τὸν Ὅσιον. Πηγαίνοντες λοιπὸν οἱ πρόκριτοι εἰς τὸ Μοναστήριον, τὸν παρεκάλεσαν πολὺ νὰ δεχθῇ τὴν προστασίαν καὶ δὲν ἠθέλησε, κρίνων τὸν ἑαυτόν του, ὡς ταπεινόφρων, τοιαύτης ἀξίας ἀνάξιον καὶ παρεβίασαν αὐτὸν νὰ τοὺς ὑπακούσῃ· διὰ νὰ μὴ τὸν πειράζουν δέ, τοὺς εἶπε νὰ καρτερήσουν ἕως τὴν ἂλλην ἡμέραν νὰ τοὺς δώσῃ ἀπόκρισιν. Ἀνοίξας δὲ ὁ Ὅσιος τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ἀνέγνωσεν ἕνα στίχον καὶ γνωρίσας ὅτι δὲν ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ γίνῃ Ἀρχιερεύς, ἔφυγεν εἰς τόπον ἀπόκρυφον. Τὸ πρωΐ, ζητήσαντες αὐτὸν εἰς τὰ περίχωρα, δὲν τὸν εὗρον· ὅθεν ἐπιστρέψαντες περίλυποι ἐχειροτόνησάν τινα καλούμενον Νεόφυτον, τὸν ὁποῖον μετὰ χρόνους ἀτίμως καθήρεσαν. Ὁ δὲ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔκαμεν ἐκεῖ εἰς τὴν Σκήτην τῆς Βεροίας πολὺν καιρόν, ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ μέρη τοῦ Ὀλύμπου, διὰ νὰ εὕρῃ τόπον ἥσυχον νὰ κατοικήσῃ νὰ μὴ τοῦ δίδουν ἐνόχλησιν. Ἀπελθὼν λοιπὸν εἰς χωρίον τι, Μαλαθραίαν καλούμενον [8], κείμενον εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους, ἔμεινεν εἰς τὴν οἰκίαν ἑνὸς φιλοχρίστου, τὸν ὁποῖον ἠρώτησεν ἀκριβῶς διὰ τὴν θέσιν τοῦ τόπου, ἐὰν εἶχεν ὕδωρ καὶ δένδρα· ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὅλην τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἦτο ὁ τόπος ὡραιότατος μὲ πολλὰς πηγὰς καὶ δένδρα μεγάλα, πεῦκα καὶ ἕτερα καὶ μὲ κοιλάδας ὡραιοτάτας. Ταῦτα ἀκούσας ἐχάρη ὁ Ὅσιος καὶ τὸν παρεκάλεσε διὰ τὸν Κύριον νὰ τὸν ὁδηγήσῃ ἕως ἐκεῖ. Ἀπῆλθον λοιπὸν εἰς τὸν τόπον, ὅπου τώρα τὸ Μοναστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ βλέπων ὁ Ὅσιος τοιοῦτον τόπον χαριέστατον, ἐπλήσθη χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως καὶ ἔμεινεν ὥραν πολλὴν θαυμάζων καὶ στοχαζόμενος τὴν θέσιν τοῦ τόπου, τὸ ὕψος τῶν δύο κορυφῶν τοῦ ὄρους, τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα δένδρα, τὴν ὁμαλὴν πεδιάδα καὶ τὸ πόσιμον ὕδωρ ἐκεῖνο τὸ διαυγὲς καὶ γλυκύτατον.
Ταῦτα ἰδὼν ὁ Ὅσιος ἔλεγε, ταῦτα κατὰ διάνοιαν· «Ὧδε κατοικήσω, ὅτι ἠρετισάμην». (Ψαλμ. ρλα’ (131), 15) τὸ ὄρος αὐτὸ τὸ θαυμάσιον. Εὐχαριστήσας δὲ τοῦ φιλοχρίστου ἀνδρός, εἶπεν εἰς αὐτόν· «Ὕπαγε, δοῦλε τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ ἐγὼ ἀπομένω ἐδῶ νὰ γυρίσω ὅλον τὸ ὄρος, νὰ ἴδω ἐὰν μοῦ ἀρέσῃ εἰς κατοίκησιν». Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ ἡμέρας τινάς. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τροφήν, κατέβη εἰς τὴν οἰκίαν ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἠγόρασεν ὀλίγον ἄλευρον καὶ τὸ ἐζύμωσε, μὲ τὸ ὁποῖον πολλὰς ἡμέρας ἐπέρασεν. Εἰς ὀλίγον καιρὸν ἠκούσθη εἰς τὰ περίχωρα ὅτι εἷς Ἀσκητὴς