χωρίων αὐτοὺς ἐμακάριζον, νομίζοντες ὅτι πολλὴ βροχὴ ἤρχετο· ἀλλ’ αὐτὸ ἦτο ὅλος θυμὸς καὶ ὀργὴ θεήλατος, ὅτι πολλὴ καὶ μεγάλη χάλαζα ἔπεσεν, ὥστε ἐχάλασεν ὅλα τὰ δένδρα, ἀμπελῶνας καὶ χωράφια καὶ τὰ κεραμίδια ὅλα τῶν οἰκιῶν συνέτριψεν, ὥσπερ νὰ τὰ ἐκτύπα τις μὲ σιδηρᾶν ράβδον· καὶ τόσον μεγάλαι βροχαὶ καὶ ἀστραπαὶ ἐγίνοντο, ὥστε ἔπιπτον ἐπὶ τῆς γῆς οἱ ἄνθρωποι πρηνεῖς καὶ ἦτο χάλαζα ἐπάνω εἰς τὴν γῆν τρεῖς σπιθαμάς· τότε λοιπὸν οἱ ἐγχώριοι ἔκλαιον τὴν μεγάλην αὐτῶν συμφοράν, μὴ ἠξεύροντες τὸ αἴτιον· ἀλλὰ οἱ γνωστικοὶ καὶ εὐλαβεῖς τὸ ἐκατάλαβαν λέγοντες· «Ἐπειδὴ ἐδιώξαμεν ἀπ’ ἐδῶ τὸν Ἀσκητὴν καὶ Ἅγιον ἄνθρωπον, μᾶς παιδεύει ὁ Κύριος δίκαια». Καὶ ὁ Ἱερεὺς ἐκεῖνος, ὅστις τοῦ ἐμήνυσε νὰ φύγῃ, ταῦτα ἐφώναζεν· «Ὢ τῆς συμφορᾶς! βαβαὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοκρισίας! διὰ νὰ ἐξορίσωμεν τὸν Ὅσιον Διονύσιον μᾶς ἦλθε τοιαύτη συμφορὰ ἀνέλπιστα· ἀλλὰ ἐὰν δὲν τὸν προσκαλέσωμεν νὰ κάμῃ πρὸς Κύριον δέησιν, ἵνα μᾶς συγχωρήσῃ, θέλομεν ἀπολεσθῆ ὁλότελα».
Ταῦτα ὁ λαὸς ἀκούων, ἐδέετο μετὰ δακρύων νὰ τοὺς συγχωρήσῃ ὁ Κύριος. Ὁ δὲ ἡγεμών, βλέπων τῶν καρπῶν τὴν ἀπώλειαν, ἐλυπεῖτο διότι δὲν εἶχε νὰ πληρώσῃ τοὺς φόρους τῆς βασιλείας καὶ ἐρωτήσας τοὺς ἀνθρώπους τίς ἦτο ἡ αἰτία καὶ τοὺς ἦλθε τοιαύτη συμφορὰ καὶ φθορὰ τῆς ἐσοδείας αὐτῶν, τοῦ ἀπεκρίθησαν· «Διότι ἐδιώξαμεν ἀπ’ ἐδῶ τὸν Ἀσκητὴν ἐκεῖνον, ὅστις ἦτο Ἅγιος ἄνθρωπος, μᾶς ἦλθε τοσαύτη ἀπώλεια καὶ ἐὰν δὲν προσκαλέσωμεν αὐτὸν πάλιν καὶ νὰ τὸν παρακαλέσωμεν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ κελλίον του, μᾶς ἀποστέλλει ὁ Κύριος ζημίαν καὶ θλῖψιν μεγαλυτέραν». Τοὺς λέγει ὁ ἡγεμών· «Ὑπάγετε λοιπὸν οἱ πρόκριτοι μὲ ἕνα Ἱερέα καὶ δύο ἀπὸ τοὺς δούλους μου μὲ γράμμα μου καὶ παρακαλέσατε αὐτὸν νὰ ἔλθῃ χωρὶς φόβον εἰς τὸ ὄρος νὰ κατοικήσῃ μὲ τοὺς συντρόφους του». Ἀπελθόντες λοιπὸν ἔφθασαν ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν Ζαγοράν, καὶ εὑρόντες τὸν Ὅσιον καὶ ἀσπασάμενοι αὐτόν, τοῦ ἔδωκαν τὸ ἐσφραγισμένον τοῦ ἡγεμόνος πιττάκιον, λέγοντες διὰ στόματος καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐδίσταζε φοβούμενος μήπως τὸν ζητοῦσι μὲ ἐπιβουλὴν νὰ τὸν κακοποιήσωσιν· ἀλλὰ ὁ Ἱερεὺς τοῦ ὤμοσεν, ὅτι δὲν ἦτο δόλος, ἀλλ’ ἀλήθεια καὶ ἐφίλησαν τὴν χεῖρα αὐτοῦ οἱ ὑπηρέται τοῦ ἡγεμόνος μὲ πολλὴν ταπείνωσιν λέγοντες· «Ὁ αὐθέντης μας σὲ χαιρετᾷ πολλὰ καὶ σὲ παρακαλεῖ νὰ ἔλθῃς εἰς τὸ Μοναστήριόν σου νὰ εὐλογήσῃς τὸν τόπον, ὅτι ἀφ’ ὅτου ἀνεχώρησας δεινῶς βασανίζεται».