Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Εἶχε δὲ καὶ συνήθειαν νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ὀλύμπου δύο φορὰς τὸν χρόνον νὰ λειτουργῇ ὁ ἀείμνηστος, τὴν ϛ’ (6ην) Αὐγούστου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζομεν τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Μεταμόρφωσιν καὶ τὴν κ’ (20ὴν) Ἰουλίου, ἑορτὴν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ. Εἰς τοῦτον τὸν τόπον καὶ Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ ᾠκοδόμησεν ὁ Ὅσιος καὶ πηγαίνουν ἕως τὴν σήμερον οἱ Μοναχοὶ κάθε χρόνον καὶ χαρμονικῶς ἑορτάζουσι. Μετὰ καιρόν, βλέπων ὁ Ὅσιος, ὅτι οἱ ἀδελφοὶ ἐπλήθυναν, ἠθέλησε νὰ κτίσῃ τὴν πρώτην οἰκοδομὴν καὶ νὰ τὴν στερεώσῃ μὲ τείχη καὶ νὰ κτίσῃ κελλία διὰ τὴν τῶν ἀδελφῶν ἀνάπαυσιν. Αὐτὸς λοιπὸν ἐβοήθει τοὺς κτίστας εἰς τὰς βαρείας ὑπηρεσίας, ἔφερεν εἰς τὴν κάμινον ξύλα, λίθους καὶ εἰς ὅλα συνεκοπίαζεν ὡς οἱ ἐργάται καὶ δὲν ἐκουράζετο ἀπὸ τὸν πόθον, τὸν ὁποῖον εἶχε καὶ τὴν εὐλάβειαν. Ἔκτισε δὲ πολλοὺς Ναοὺς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὁποίους διὰ συντομίαν δὲν γράφομεν. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόπους δὲν ἠμέλει ποσῶς τὴν ἐγκράτειαν, ἄν καὶ ἄλλοι ἔτρωγον πολλάκις ὀψάριον καὶ ἔπινον διὰ τὸν κόπον διὰ νὰ δύνανται νὰ δουλεύωσιν, αὐτὸς ὅμως μόνον ὀπώρας ἔτρωγε καὶ ὕδωρ ἔπινεν· ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν ὀλίγα τινὰ ἀπὸ τὰ πολλά του θαυμάσια, διὰ νὰ γνωρίσητε πόσην παρρησίαν εἶχε πρὸς Κύριον.

Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐπῆγεν εἰς ἕνα χωρίον διὰ νὰ διορθώσῃ ψυχὰς ὁ θαυμάσιος καὶ ὅταν ἔλειπεν ὁ Ὅσιος, ἦλθεν εἷς βοσκὸς εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ κάτω σπηλαίου καὶ βλέπων, ὅτι ὁ τόπος ἦτο διὰ μάνδραν προβάτων ἐπιτήδειος, ἐσύναξε ξύλα, ὁ ἀλιτήριος, νὰ κτίσῃ μικρὸν οἰκητήριον· οἱ νεώτεροι Μοναχοὶ τὸν συνεβούλευον νὰ μὴ ἐπιχειρήσῃ τοιαύτην πρᾶξιν, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίσῃ τὸν Ἅγιον· ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς ὕβρισε καὶ ἔκαμεν ὅ,τι ἐβούλετο. Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἦλθεν ὁ Ὅσιος καὶ ἔστειλεν ἕνα νεώτερον νὰ φέρῃ ὕδωρ νὰ πίωσιν, ὁ δὲ ἀνήγγειλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὸν βοσκόν, ὅτι ἔκαμε μάνδραν καὶ ἐφοβεῖτο τοὺς κύνας νὰ μὴ τὸν δαγκάσωσι τοῦ λέγει ὁ Ὅσιος· «Ὕπαγε εἰς τὴν βρύσιν καὶ μὴ φοβεῖσαι». Ὁ δὲ ἀπελθών, ὅταν ἐπέστρεφε, τὸν ἐδάγκασεν εἷς κύων καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν Ὅσιον ἔκλαιεν· ὅθεν ἐξῆλθεν ὁ Ὅσιος καὶ μὲ πρᾳότητα συνεβούλευσε τὸν βοσκὸν λέγων· «Διατὶ ἦλθες ἐδῶ νὰ μᾶς πειράζῃς, ἄνθρωπε; δὲν εὗρες ἀλλοῦ τόπον νὰ κάμῃς τὴν μάνδραν σου, παρὰ ἐδῶ εἰς τὸ Μοναστήριόν μας, νὰ μᾶς δίδῃς ἐνόχλησιν; σύρε ἀπ’ ἐδῶ μὲ τὴν ποίμνην σου, νὰ μὴ σὲ εὕρῃ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». Ὁ δὲ βοσκός, ὡς ἀγροῖκος καὶ ἄγνωστος, ἀπεκρίνατο· «Κανένας πειρασμὸς σᾶς ἔφερεν ἐδῶ, γέρον, νὰ μοῦ ἐμποδίζετε τὰ πρόβατα;».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐν ἄλλοις γράφεται Σθλάτενα. Κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, πρόκειται περὶ τοῦ χωρίου, ὅπερ μέχρι πρὸ 35ετίας περίπου ὠνομάζετο Σκλάταινα, ἤδη δὲ ἔχει μετονομασθῆ εἰς Ρίζωμα, ἀπέχον περὶ τὰ 14 χιλιόμετρα τῆς πόλεως τῶν Τρικκάλων.

[2] Κατὰ τὴν ζοφερὰν διὰ τὸν ἑλληνικὸν γένος καὶ γενικώτερον διὰ τὸν Χριστιανισμὸν ἐποχὴν ἐκείνην (ἀρχαὶ τῆς ΙϚ’ ἑκατονταετηρίδος), ὅτε ὁ Ἑλληνισμὸς ἐστέναζεν ὑπὸ τὴν δουλείαν τοῦ κατακτητοῦ, οἱ δὲ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς ὑφίσταντο τὴν σκληροτέραν δοκιμασίαν, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπήλαυε ποιᾶς τινος σχετικῆς ἐλευθερίας, χάρις εἰς τὰ προνόμια τὰ ὁποῖα εἶχον παραχωρήσει εἰς αὐτὸ οἱ κατακτηταὶ σουλτᾶνοι. Τὴν ἐλευθερίαν ὅμως αὐτὴν οἱ Ἁγιορεῖται ἐξηγόραζον δι’ ἁδροτάτων καταβολῶν χρυσίου καὶ ἀργυρίου, τὸ ὁποῖον ὅμως δυσκόλως ἐξευρίσκετο, διότι ἠφάνιζεν αὐτὸ ἡ ἀπληστία τῶν κατακτητῶν. Πρὸς ἐξοικονόμησιν ὅθεν τῶν ἀπαιτουμένων διὰ τὴν καταβολὴν τῶν βαρυτάτων φόρων ἠναγκάζοντο νὰ προσφεύγουν εἰς τοὺς ὁμοδόξους τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, ὧν μία ἦτο καὶ ἡ Βλαχία, ὑποτελὴς μὲν καὶ αὕτη εἰς τοὺς σουλτάνους, ἀλλ’ ἐσωτερικῶς ἐλευθέρα. Οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἧς μετέβη ἐκεῖ (1499) ὁ Πατριάρχης Νήφων ὁ Β’ (βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’), προσέφερον μεγάλα βοηθήματα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρὸς τὸν σκοπὸν ὅθεν τοῦτον μετέβαινον τότε ἐκεῖ οἱ προεστῶτες τοῦ Ὄρους.

[3] Θηκαρᾶς ἦτο μέγα βιβλίον, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἀναριθμήτους κατανυκτικὰς εὐχὰς καὶ ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ὡς προσευχητάριον ἢ εὐχολόγιον. Τοῦτο ἐξεδόθη τὸ πρῶτον ἐν Βενετίᾳ τὸ 1683 ὑπὸ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός, ἔκτοτε δὲ ἐξεδόθη ἐπανειλημμένως.

[4] Μονὴ τῶν Βουλγάρων ἐλέγετο τότε ἡ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, διότι κατῴκουν εἰς αὐτὴν Μοναχοὶ Βούλγαροι.

[5] Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀντωνίου τοῦ Νέου ἑορτάζεται κατὰ τὴν 17ην Ἰανουαρίου (βλέπε σελ. 369-371 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Πρόκειται περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Α’, πατριαρχεύσαντος ἀπὸ τὸ 1520-1545. Κατὰ τὸ ταξίδιον αὐτὸ τοῦ Ἱερεμίου Α’ ἐπωφεληθέντες οἱ ἐχθροί του προσέφεραν εἰς τὸν σουλτᾶνον 4000 χρυσᾶ νομίσματα καὶ ἐπέτυχαν νὰ ἀνακηρύξουν Πατριάρχην τὸν Ἰωαννίκιον Α’ (1523). Τοῦτο μαθόντες οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι, εὑρισκόμενοι εἰσέτι εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀφώρισαν τὸν Ἰωαννίκιον καὶ ἐπέτυχον τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀποκατάστασιν τοῦ Ἱερεμίου.

[7] Κάθισμα ὀνομάζεται παρὰ τοῖς Μοναχοῖς κελλίον ἡσυχαστικὸν μακρὰν τοῦ Μοναστηρίου εὑρισκόμενον, ἀλλ’ ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτώμενον, εἰς τὸ ὁποῖον διαμένουν εἷς ἢ περισσότεροι Μοναχοί.

[8] Ἀσφαλῶς τοῦτο εἶναι τὸ σημερινὸν χωρίον Μαλαθριά, ὑπαγόμενον εἰς τὴν Κοινότητα Δίου τοῦ νομοῦ Πιερίας (Κατερίνης), κείμενον εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τοῦ ὄρους Ὀλύμπου.

[9] Τουρία ἢ Τουργιὰ εἶναι τὸ παλαιὸν ὄνομα τοῦ σημερινοῦ χωρίου Γανόχωρα.