Ἄλλην φορὰν ἔτυχεν ὁ Ὅσιος εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Κίτρους εἰς ἕνα χωρίον Τουρίαν καλούμενον [9], οἱ δὲ Χριστιανοὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ προσμείνῃ ὀλίγας ἡμέρας νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ ὑπήκουσεν. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμεινε τρεῖς ἡμέρας καὶ ἐξωμολόγησε πολλούς, ἦτο ἐκεῖ καὶ εἷς δημογέρων, ἔνυλος δαίμων, ὅστις δὲν ἐξωμολογήθη οὐδέποτε, ἀλλὰ μάλιστα καὶ τοὺς ἄλλους ἐχλεύαζε, διότι ἐξωμολογοῦντο τὰς πράξεις αὐτῶν εἰς ἄνθρωπον ὁμοιοπαθῆ, ὅστις δὲν δύναται νὰ τοὺς ὠφελήσῃ. Ταύτας καὶ ἄλλας φλυαρίας λέγων ἐκεῖνος ὁ ἀσυνείδητος, τὸ ἔμαθεν ἀπό τινα Ἱερέα ὁ Ὅσιος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ παρακινήσῃ τὸν δημογέροντα νὰ τὸν φέρῃ ἐκεῖ νὰ συνομιλήσωσι· τούτου δὲ γενομένου καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ Ὅσιος τοῦ εἶπε πολλὰς ρήσεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὅτι μᾶς προστάσσει ὁ Κύριος νὰ ἐξομολογούμεθα ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἔχουσι τὴν ἐξουσίαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Ἱερεῖς νὰ συγχωρῶσι τὰ ἁμαρτήματα, ἐκεῖνος δὲ ὅστις καταφρονεῖ τὴν ἐξομολόγησιν κολάζεται. Αὐτὰ καὶ ἕτερα πλείονα εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ὅσιος, ἐλπίζων νὰ τὸν φέρῃ εἰς μεταμέλειαν ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ἀνόσιος τὸν περιεγέλα καὶ ἐχλεύαζεν. Ὅθεν ἰδὼν αὐτὸν ἀδιόρθωτον, εἶπε ταῦτα, τὸν Μέγαν Παῦλον μιμούμενος· «Ἐπειδὴ διαστρέφεις τὰς εὐθείας ὁδοὺς τοῦ Κυρίου καὶ χλευάζεις τοὺς λόγους μου καὶ τὰς τοῦ Χριστοῦ παραγγελίας, ταλαίπωρε, ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σὲ καὶ ὀργὴ ἀνηλεὴς ἐπὶ τὸν οἶκόν σου, διὰ νὰ ἴδωσι καὶ ἄλλοι νὰ ἐπιστρέψουν πρὸς μετάνοιαν». Ταῦτα εἰπών, ἐπῆγεν εἰς τὴν ὁδόν του ὁ Ὅσιος, ὁ δὲ ἀνόσιος ἐκεῖνος ἔπεσε μὲ ὅλους τῆς οἰκίας αὐτοῦ εἰς ἀσθένειαν καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ὅλοι κακῶς ἐτελεύτησαν, αὐτὸς δὲ ἐκοίτετο ἐλεεινὸν θέαμα καὶ ἐβασανίζετο δικαίως ὁ ἄδικος. Τότε τινὲς τῶν συγγενῶν του ἐμήνυσαν τοῦ Ἁγίου, παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ ὑπάγῃ νὰ τοῦ δώσῃ βοήθειαν. Ὁ μὲν λοιπὸν Ὅσιος ἐκίνησε παρευθύς, ἀλλὰ προτοῦ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ἄρρωστον, αὐτὸς ὁ ἄθλιος ἐλεεινῶς ἐξεψύχησεν. Εἰς τοῦτο πολλὰ ἐλυπήθη ὁ Ἅγιος, ὅτι δὲν τὸν ἐπρόφθασε ζῶντα ἵνα τὸν φέρῃ εἰς μετάνοιαν. Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν καὶ ἄλλο παρόμοιον διὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Ὁσίου τὴν δύναμιν.
Πηγαίνων ὁ Ὅσιος τὴν ἄνοιξιν εἰς τὴν πόλιν Κατερίνην, συνήντησε καθ’ ὁδὸν νεάνιδάς τινας μὲ νέους, οἱ ὁποῖοι ἐτραγουδοῦσαν ἄσεμνα καὶ ἄπρεπα λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπαρακινοῦσαν τοὺς νέους εἰς αἰσχρὰς καὶ ἀτόπους ἐπιθυμίας. Ταῦτα ἀκούων ἐλυπήθη ὁ μακάριος καὶ λέγει εἰς αὐτάς· «Διατὶ λέγετε σεῖς, αἵτινες εἶσθε παρθένοι, αὐτὰ τὰ αἰσχρὰ καὶ ἄσεμνα λόγια καὶ μολύνετε τὴν παρθενίαν σας καὶ παρακινεῖτε καὶ τοὺς νέους αὐτοὺς πρὸς ἀσέλγειαν καὶ δὲν ἐνθυμεῖσθε τὸν θάνατον;». Ταῦτα