Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἀλλὰ ἀφότου ἦλθεν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἔκαμεν ἄλλην πόλιν αὐτὴν τὴν ἔρημον· ὅτι ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ εἵλκυσεν ἐκεῖ καθ’ ἕνα, ὡς ὁ μαγνήτης τὸν σίδηρον, καὶ ἐσυνάζοντο πανταχόθεν, νὰ βλέπουν ἐκείνην τὴν ἀγγελοπρεπῆ θέαν καὶ ἀπαρνούμενοι τὸν κόσμον, ἔμειναν πολλοὶ εἰς τὴν συνοδείαν του διδασκόμενοι δὲ ὑπ’ αὐτοῦ καὶ καθοδηγούμενοι, ὑπέμενον τὴν στενοχωρίαν τῆς ἀσκήσεως, διὰ νὰ εὕρουν εὐρυχωρίαν εἰς τὸν Παράδεισον. Πρῶτον μὲν λοιπὸν ἀνεκαίνισε τὸν Ναὸν τοῦ Τιμίου Προδόμου ὁ Ὅσιος καὶ μὲ ὅλον ὅτι εἰς τὰς νηστείας καὶ ἀγρυπνίας ἠγωνίζετο, πάλιν ἀπὸ τὰς βαρυτέρας ἐργασίας δὲν ἔλειπεν, ἀλλ’ αὐτὸς ἐσήκωνε πέτρας καὶ ξύλα καὶ ἄλλα ἐπίπονα ἐτέλει σπουδαίως καὶ πρόθυμα, διὰ νὰ πληρώσῃ τοῦ Παύλου τὸ πρόσταγμα, ὅστις γράφει εἰς τὴν πρὸς Θεσσαλονικεῖς Β’, νὰ μὴ τρώγῃ ὅστις δὲν ἐργάζεται. Καὶ ὅσον ἐπεμελεῖτο τὸν αἰσθητὸν Ναὸν τοῦ Προδρόμου νὰ γίνῃ μεγαλύτερος, τοσοῦτον καὶ περισσότερον διὰ τὸν νοητὸν τῶν ψυχῶν ἠγωνίζετο, γράφων Τάξεις καὶ Κανόνας καὶ Τύπους τῶν ἀδελφῶν καὶ διδάσκων αὐτοὺς πῶς νὰ πορεύωνται διὰ νὰ ἀξιωθῶσι τῆς αἰωνίου Βασιλείας καὶ μακαριότητος.

Ταῦτα πολλοὶ ἀπὸ τὰ περίχωρα τῆς Βεροίας βλέποντες ἐσυνάζοντο ἐκεῖ καὶ ἐμόναζον, ἐδίδασκε δε αὐτοὺς ὁ Ὅσιος, ὡς τέκνα του γνήσια, νὰ καταφρονοῦν τὰ σωματικὰ θελήματα, διὰ νὰ κληρονομήσουν τὰ οὐράνια ἀγαθὰ τὰ πανευφρόσυνα καὶ χαρμόσυνα· καὶ ὅσα εἰς ἐκείνους ἐκήρυττεν, ἐφύλαττε καὶ αὐτὸς ἀπαρασάλευτα διότι ὁ ποιῶν καὶ διδάσκων, μέγας κληθήσεται. Ἐνήστευε, λέγω, προσηύχετο καὶ ἠγρύπνει καὶ εἰργάζετο μὲ πρᾳότητα καὶ ταπείνωσιν καὶ ἄλλας ἀρετὰς εἶχε, τὰς ὁποίας ἀφήνω διὰ βραχύτητα· μόνον δὲ τὰς τρεῖς ἢ τέσσαρας, τὰς ὁποίας εἶχεν ὑπὲρ φύσιν σᾶς ἐνθυμίζω, διὰ νὰ τὸν μιμηθῆτε κατὰ δύναμιν· ἤτοι τὴν νηστείαν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Καρακάλλου χρόνους ἑπτὰ μὲ τόσην ἀκτημοσύνην ὡς πετεινὸν τοῦ ἀέρος μηδὲν φροντίζων· καὶ πάλιν ὕστερον εἰς τὴν Σκήτην τῆς Βεροίας, τὸν καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον ἔκτιζε καὶ δὲν ἔτρωγεν, εἰμὴ μόνον ὀπώρας, καὶ δὲν ἀπέκτησε δεύτερον ἱμάτιον. Τόσην δὲ ἐλεημοσύνην εἶχε πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ συμπάθειαν, ὥστε ὁσάκις ἤρχετο εἰς τὴν Μονὴν ἀπὸ τὴν Βέροιαν, εἰς τὴν ὁποίαν πολλάκις ἐπήγαινε διὰ νὰ ἐξομολογῇ τὰ τέκνα του, ὅσην ἐλεημοσύνην τοῦ ἔδιδαν, αὐτὸς τὴν ἐμοίραζεν ὅλην εἰς τοὺς πτωχούς.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐν ἄλλοις γράφεται Σθλάτενα. Κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, πρόκειται περὶ τοῦ χωρίου, ὅπερ μέχρι πρὸ 35ετίας περίπου ὠνομάζετο Σκλάταινα, ἤδη δὲ ἔχει μετονομασθῆ εἰς Ρίζωμα, ἀπέχον περὶ τὰ 14 χιλιόμετρα τῆς πόλεως τῶν Τρικκάλων.

[2] Κατὰ τὴν ζοφερὰν διὰ τὸν ἑλληνικὸν γένος καὶ γενικώτερον διὰ τὸν Χριστιανισμὸν ἐποχὴν ἐκείνην (ἀρχαὶ τῆς ΙϚ’ ἑκατονταετηρίδος), ὅτε ὁ Ἑλληνισμὸς ἐστέναζεν ὑπὸ τὴν δουλείαν τοῦ κατακτητοῦ, οἱ δὲ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς ὑφίσταντο τὴν σκληροτέραν δοκιμασίαν, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπήλαυε ποιᾶς τινος σχετικῆς ἐλευθερίας, χάρις εἰς τὰ προνόμια τὰ ὁποῖα εἶχον παραχωρήσει εἰς αὐτὸ οἱ κατακτηταὶ σουλτᾶνοι. Τὴν ἐλευθερίαν ὅμως αὐτὴν οἱ Ἁγιορεῖται ἐξηγόραζον δι’ ἁδροτάτων καταβολῶν χρυσίου καὶ ἀργυρίου, τὸ ὁποῖον ὅμως δυσκόλως ἐξευρίσκετο, διότι ἠφάνιζεν αὐτὸ ἡ ἀπληστία τῶν κατακτητῶν. Πρὸς ἐξοικονόμησιν ὅθεν τῶν ἀπαιτουμένων διὰ τὴν καταβολὴν τῶν βαρυτάτων φόρων ἠναγκάζοντο νὰ προσφεύγουν εἰς τοὺς ὁμοδόξους τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, ὧν μία ἦτο καὶ ἡ Βλαχία, ὑποτελὴς μὲν καὶ αὕτη εἰς τοὺς σουλτάνους, ἀλλ’ ἐσωτερικῶς ἐλευθέρα. Οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἧς μετέβη ἐκεῖ (1499) ὁ Πατριάρχης Νήφων ὁ Β’ (βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’), προσέφερον μεγάλα βοηθήματα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρὸς τὸν σκοπὸν ὅθεν τοῦτον μετέβαινον τότε ἐκεῖ οἱ προεστῶτες τοῦ Ὄρους.

[3] Θηκαρᾶς ἦτο μέγα βιβλίον, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἀναριθμήτους κατανυκτικὰς εὐχὰς καὶ ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ὡς προσευχητάριον ἢ εὐχολόγιον. Τοῦτο ἐξεδόθη τὸ πρῶτον ἐν Βενετίᾳ τὸ 1683 ὑπὸ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός, ἔκτοτε δὲ ἐξεδόθη ἐπανειλημμένως.

[4] Μονὴ τῶν Βουλγάρων ἐλέγετο τότε ἡ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, διότι κατῴκουν εἰς αὐτὴν Μοναχοὶ Βούλγαροι.

[5] Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀντωνίου τοῦ Νέου ἑορτάζεται κατὰ τὴν 17ην Ἰανουαρίου (βλέπε σελ. 369-371 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Πρόκειται περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Α’, πατριαρχεύσαντος ἀπὸ τὸ 1520-1545. Κατὰ τὸ ταξίδιον αὐτὸ τοῦ Ἱερεμίου Α’ ἐπωφεληθέντες οἱ ἐχθροί του προσέφεραν εἰς τὸν σουλτᾶνον 4000 χρυσᾶ νομίσματα καὶ ἐπέτυχαν νὰ ἀνακηρύξουν Πατριάρχην τὸν Ἰωαννίκιον Α’ (1523). Τοῦτο μαθόντες οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι, εὑρισκόμενοι εἰσέτι εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀφώρισαν τὸν Ἰωαννίκιον καὶ ἐπέτυχον τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀποκατάστασιν τοῦ Ἱερεμίου.

[7] Κάθισμα ὀνομάζεται παρὰ τοῖς Μοναχοῖς κελλίον ἡσυχαστικὸν μακρὰν τοῦ Μοναστηρίου εὑρισκόμενον, ἀλλ’ ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτώμενον, εἰς τὸ ὁποῖον διαμένουν εἷς ἢ περισσότεροι Μοναχοί.

[8] Ἀσφαλῶς τοῦτο εἶναι τὸ σημερινὸν χωρίον Μαλαθριά, ὑπαγόμενον εἰς τὴν Κοινότητα Δίου τοῦ νομοῦ Πιερίας (Κατερίνης), κείμενον εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τοῦ ὄρους Ὀλύμπου.

[9] Τουρία ἢ Τουργιὰ εἶναι τὸ παλαιὸν ὄνομα τοῦ σημερινοῦ χωρίου Γανόχωρα.