Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ὁ ἐν τῷ Ὀλύμπῳ ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος δὲν ἐφρόντιζε ποσῶς διὰ τὴν σπατάλην τοῦ σώματος, ἀλλὰ μόνον εἰς τὸν Θεὸν ἐτρύφα καὶ ἔχαιρε, τρεφόμενος μὲ ἄγρια κάστανα, ἠθέλησεν ὁ παντελεήμων καὶ πολυεύσπλαγχνος νὰ τὸν φιλεύσῃ μίαν Ἀπόκρεω πλουσιοπάροχα, διὰ νὰ δείξῃ τὴν κηδεμονίαν τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ ὁ φιλάνθρωπος. Καθημένου τοῦ Ὁσίου κατὰ μόνας τὸ Σάββατον τῆς ἀποτυρώσεως, ἦλθε Μοναχός τις ὡς ἀπὸ τὴν Μονὴν τῶν Βουλγάρων [4] καὶ τὸν ἐχαιρέτησε λέγων· «Ἐπειδή, τίμιε Πάτερ, ἡ ἁγία Τεσσαρακοστὴ ἐπλησίασε, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ νηστεύουσι καὶ πρέπει νὰ παρηγορήσῃς αὐτὰς τὰς ἡμέρας τῆς σαρκὸς τὴν ἀσθένειαν, δέξου τὸν τυρὸν τοῦτον καὶ τὰ ὀψάρια, νὰ φιλευθῇς, νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν Κύριον». Ὁ δὲ Ὅσιος τὰ ὑπεδέχθη χαρούμενος καὶ τὸν παρεκάλει νὰ ὑπομείνῃ νὰ φιλευθῶσιν ἀμφότεροι ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἐγὼ δὲν εὐκαιρῶ, μόνον φιλεύσου καὶ δόξασον τὸν Θεόν, τὸν τρέφοντα πλουσίως τοὺς δούλους του». Ταῦτα εἰπὼν ὁ φανείς, ἀφανὴς ἐγένετο. Ὁ δὲ Ἅγιος, ἰδὼν τὰ ὀψάρια ὅτι ἀκόμη ἔτρεμαν καὶ ἀπὸ τὸν τυρὸν ἔσταζε γάλα νωπόν, ἐθαύμασε καὶ τὸν χορηγὸν Θεὸν ἐμεγάλυνε, γνωρίσας τὴν μεγάλην αὐτοῦ φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα. Τοῦτο τὸ θαῦμα δὲν ὡμολόγησε τότε εἰς οὐδένα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος διὰ νὰ μὴ τὸν δοξάζωσι· μόνον ὕστερα, ὅταν ἔκτισε τὴν Μονὴν εἰς τὸν Ὄλυμπον, τὸ εἶπεν εἴς τινας μαθητάς του, διὰ νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὅτι ὁ Κύριος φροντίζει διὰ τοὺς δούλους του. Ἀλλὰ ἄς εἴπωμεν καὶ ἕτερον αὐτοῦ θαυματούργημα.

Καθὼς ἠσκήτευσεν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν ἄνωθεν τόπον, ἐσυνάζοντο πολλοὶ πολλάκις ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ συνωμιλοῦσαν μετ’ αὐτοῦ διὰ ψυχικὴν ὠφέλειαν· τοὺς ὁποίους βλέπων ἕνας ληστὴς καὶ νομίζων ὅτι ἔδιδαν ἐλεημοσύνην τοῦ Ἁγίου, ἐμελέτησε νὰ τὸν φονεύσῃ διὰ νὰ λάβῃ χρήματα. Μίαν ἡμέραν λοιπόν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἤρχετο πρὸς τὸ κελλίον του, ἐκρύβη εἰς ἕνα ξηροπόταμον διὰ νὰ τὸν φονεύσῃ ἐκεῖ· καρτερήσας ὅλην τὴν ἡμέραν, δὲν τὸν εἶδεν ὅταν ἐπέρασεν, ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἐσκέπασε· ἐπῆγε λοιπὸν ὁ ληστὴς εἰς τὸ κελλίον νὰ ἴδῃ ἐὰν ἦλθεν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, βλέπων δὲ αὐτὸν ἐθαύμασε καὶ τὸν ἠρώτησεν ἀπὸ ποῦ ἐπέρασεν· ὁ δὲ τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν χείμαρρον. Τότε θαυμάζων ὁ ληστὴς πῶς ἐτυφλώθη καὶ δὲν τὸν εἶδεν, ὡμολόγησε τὴν γνώμην του, λέγων· «Ἐγὼ σὲ ἐκαρτέρουν ἐκεῖ διὰ νὰ σὲ φονεύσω, ἀλλὰ ἐγνώρισα ὅτι εἶσαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅστις σὲ διαφυλάττει καὶ σὲ σκέπει καὶ συγχώρησόν μοι τὴν κακουργίαν τὴν ὁποίαν κατὰ σοῦ ἐμελέτησα καὶ δεήσου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ νὰ


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐν ἄλλοις γράφεται Σθλάτενα. Κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, πρόκειται περὶ τοῦ χωρίου, ὅπερ μέχρι πρὸ 35ετίας περίπου ὠνομάζετο Σκλάταινα, ἤδη δὲ ἔχει μετονομασθῆ εἰς Ρίζωμα, ἀπέχον περὶ τὰ 14 χιλιόμετρα τῆς πόλεως τῶν Τρικκάλων.

[2] Κατὰ τὴν ζοφερὰν διὰ τὸν ἑλληνικὸν γένος καὶ γενικώτερον διὰ τὸν Χριστιανισμὸν ἐποχὴν ἐκείνην (ἀρχαὶ τῆς ΙϚ’ ἑκατονταετηρίδος), ὅτε ὁ Ἑλληνισμὸς ἐστέναζεν ὑπὸ τὴν δουλείαν τοῦ κατακτητοῦ, οἱ δὲ Χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς ὑφίσταντο τὴν σκληροτέραν δοκιμασίαν, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπήλαυε ποιᾶς τινος σχετικῆς ἐλευθερίας, χάρις εἰς τὰ προνόμια τὰ ὁποῖα εἶχον παραχωρήσει εἰς αὐτὸ οἱ κατακτηταὶ σουλτᾶνοι. Τὴν ἐλευθερίαν ὅμως αὐτὴν οἱ Ἁγιορεῖται ἐξηγόραζον δι’ ἁδροτάτων καταβολῶν χρυσίου καὶ ἀργυρίου, τὸ ὁποῖον ὅμως δυσκόλως ἐξευρίσκετο, διότι ἠφάνιζεν αὐτὸ ἡ ἀπληστία τῶν κατακτητῶν. Πρὸς ἐξοικονόμησιν ὅθεν τῶν ἀπαιτουμένων διὰ τὴν καταβολὴν τῶν βαρυτάτων φόρων ἠναγκάζοντο νὰ προσφεύγουν εἰς τοὺς ὁμοδόξους τῶν ἐλευθέρων χωρῶν, ὧν μία ἦτο καὶ ἡ Βλαχία, ὑποτελὴς μὲν καὶ αὕτη εἰς τοὺς σουλτάνους, ἀλλ’ ἐσωτερικῶς ἐλευθέρα. Οἱ ἡγεμόνες τῆς Βλαχίας ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἀφ’ ἧς μετέβη ἐκεῖ (1499) ὁ Πατριάρχης Νήφων ὁ Β’ (βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΑ’), προσέφερον μεγάλα βοηθήματα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρὸς τὸν σκοπὸν ὅθεν τοῦτον μετέβαινον τότε ἐκεῖ οἱ προεστῶτες τοῦ Ὄρους.

[3] Θηκαρᾶς ἦτο μέγα βιβλίον, τὸ ὁποῖον περιεῖχεν ἀναριθμήτους κατανυκτικὰς εὐχὰς καὶ ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ὡς προσευχητάριον ἢ εὐχολόγιον. Τοῦτο ἐξεδόθη τὸ πρῶτον ἐν Βενετίᾳ τὸ 1683 ὑπὸ Ἀγαπίου τοῦ Κρητός, ἔκτοτε δὲ ἐξεδόθη ἐπανειλημμένως.

[4] Μονὴ τῶν Βουλγάρων ἐλέγετο τότε ἡ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, διότι κατῴκουν εἰς αὐτὴν Μοναχοὶ Βούλγαροι.

[5] Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου τούτου Ἀντωνίου τοῦ Νέου ἑορτάζεται κατὰ τὴν 17ην Ἰανουαρίου (βλέπε σελ. 369-371 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[6] Πρόκειται περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου τοῦ Α’, πατριαρχεύσαντος ἀπὸ τὸ 1520-1545. Κατὰ τὸ ταξίδιον αὐτὸ τοῦ Ἱερεμίου Α’ ἐπωφεληθέντες οἱ ἐχθροί του προσέφεραν εἰς τὸν σουλτᾶνον 4000 χρυσᾶ νομίσματα καὶ ἐπέτυχαν νὰ ἀνακηρύξουν Πατριάρχην τὸν Ἰωαννίκιον Α’ (1523). Τοῦτο μαθόντες οἱ λοιποὶ Πατριάρχαι, εὑρισκόμενοι εἰσέτι εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀφώρισαν τὸν Ἰωαννίκιον καὶ ἐπέτυχον τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀποκατάστασιν τοῦ Ἱερεμίου.

[7] Κάθισμα ὀνομάζεται παρὰ τοῖς Μοναχοῖς κελλίον ἡσυχαστικὸν μακρὰν τοῦ Μοναστηρίου εὑρισκόμενον, ἀλλ’ ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτώμενον, εἰς τὸ ὁποῖον διαμένουν εἷς ἢ περισσότεροι Μοναχοί.

[8] Ἀσφαλῶς τοῦτο εἶναι τὸ σημερινὸν χωρίον Μαλαθριά, ὑπαγόμενον εἰς τὴν Κοινότητα Δίου τοῦ νομοῦ Πιερίας (Κατερίνης), κείμενον εἰς τοὺς βορείους πρόποδας τοῦ ὄρους Ὀλύμπου.

[9] Τουρία ἢ Τουργιὰ εἶναι τὸ παλαιὸν ὄνομα τοῦ σημερινοῦ χωρίου Γανόχωρα.