ἑορταζόντων καὶ εὐωδία θαυμασία. Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἀφοῦ ἔσβυσεν ἡ φλόξ, ἐπῆγεν ὁ βασιλεὺς νὰ ἴδῃ καὶ τοὺς βλέπει (ὢ τοῦ μεγίστου τερατουργήματος!) προσευχομένους, καὶ δὲν ἐκάη οὔτε κἂν μία ἀπὸ τὰς τρίχας των καὶ ἐξαγαγόντες αὐτοὺς ἔξω, εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ ἀνόητος· «Εἰπέτε μοι, σᾶς παρακαλῶ, ποίας μαντείας ἐκάματε καὶ δὲν σᾶς ἔκαυσεν ἡ φλὸξ ὁλότελα;». Οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν· «Ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν μαγείας, ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς Θεός, τὸν ὁποῖον προσκυνοῦμεν, ἐξουσιάζει τὰ στοιχεῖα καὶ ὅλα τοῦ ὑπακούουσι».
Τότε πάλιν προσέταξε νὰ τοὺς δέσουν ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ νὰ τοὺς σύρουν εἰς ὅλην τὴν πόλιν καὶ νὰ τοὺς σπαράσσουν ἕως οὗ βιαίως νὰ ξεψυχήσουν. Ἀλλὰ πάλιν καὶ αὐτὸ ἐκεῖνον ἐζημίωσε μάλιστα· ὅτι ὅσοι εἶδον τὸ ρηθὲν τῆς φλογὸς θαυμάσιον, βλέποντες πάλιν αὐτοὺς οὕτω συρομένους καὶ σπαρασσομένους καὶ μὴ ἀποθνῄσκοντας, ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστόν, γνωρίσαντες τὴν πολλὴν αὐτοῦ καὶ ἀνυπέρβλητον δύναμιν. Ἀπορῶν λοιπὸν ὁ Μαξιμιανὸς καὶ μὴ ἠξεύρων πλέον τί νὰ κάμῃ τοὺς κατεδίκασε νὰ μείνουν εἰς σκοτεινὴν φυλακὴν χρόνους τέσσαρας, μήπως καὶ βαρυνθοῦν τὴν πολλὴν στενοχωρίαν τοῦ τόπου καὶ τὴν κάκωσιν τόσον καιρὸν καὶ τοῦ ὑπακούσουν· ἀλλ’ ἐψεύσθη ὁ μάταιος· ὅτι ὁ πόθος πρὸς τὸν Χριστὸν καὶ ἡ ἐλπὶς τῶν μελλουσῶν ἀπολαύσεων τοὺς ἔκαμνε καὶ ἐχαίροντο εἰς τὴν φυλακήν, ὥσπερ νὰ ἦσαν εἰς πλούσιον καὶ φωτεινὸν παλάτιον. Ταῦτα μαθὼν ὁ βασιλεὺς ἠμέλει καὶ δὲν εἶχε πλέον προθυμίαν νὰ τοὺς παιδεύσῃ, ἠξεύρων τὴν προθυμίαν των καὶ προσεποιήθη ὅτι δὲν ἦσαν ἄξιοι ὡς ἀνόσιοι νὰ τὸν ἴδωσι. Μόνον ἐξήταζε καὶ εὗρεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνας σκληρότερον τῶν ἄλλων, Σακερδῶνα ὀνόματι, ὅστις ἐθανάτωσε πολλοὺς Χριστιανοὺς μὲ δεινὰ κολαστήρια. Τοῦτον προσέταξεν ὁ τύραννος νὰ ἐξετάσῃ τοὺς Μάρτυρας, τοὺς ὁποίους ἔφεραν εἰς τὸ κριτήριον καὶ τοὺς ἐδοκίμασε μὲ διαφόρους λόγους, ποτὲ μὲν φοβερίζων, ποτὲ δὲ κολακεύων. Ἰδὼν δὲ ὅτι δὲν ἐπρόκοπτε μὲ τοὺς λόγους, τοὺς ἐβασάνισε καὶ αὐτός, καθὼς καὶ οἱ πρότεροι τύραννοι, καὶ τόσον κατεξέσχισαν τὰς σάρκας των, ὥστε ἐφαίνοντο οἱ ἁρμοὶ τῶν σπονδύλων καὶ ὅλα τὰ ὀστᾶ. Ἀλλὰ αὐτοὶ μὲν ὑπὸ τῆς θείας χάριτος δυναμούμενοι ὑπέμενον ἀνδρείως τὴν βάσανον καὶ ἤρχοντο εἰς τὴν φυλακὴν περιπατοῦντες καθὼς ἐπρόσταξεν. Αὐτὸς δὲ ἀπὸ τὴν λύπην καὶ ἐντροπήν του, ὅτι τὸν ἐνίκησαν, ἐλιποθύμησε καὶ τὸν ἔφεραν σηκωτὸν εἰς τὸ παλάτιον.