ἐποίησαν, ἤγειραν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν βάσανον καὶ ἦτο ὡσὰν ἔνδυμα κατατρυπημένον καὶ ξεσχισμένον ἀπὸ κάθε μέρος καὶ μόνον ἀπὸ τὴν φωνὴν ἐγνωρίζετο ὅτι ἔζη· εἶπε δὲ πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρας· «Γνωρίσατε κἂν τώρα, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ὁποῖον προσκυνῶ εἶναι παντοδύναμος καὶ καταισχύνει τὰς ἐπιβουλάς σας, μὴ ἀφήνων τὴν ψυχήν μου νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ σώματος». Ἀπελπισθεὶς λοιπὸν τελείως ὁ Μάξιμος καὶ μὴ γνωρίζων τί νὰ κάμῃ, τὸ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν βασιλέα, ὅστις ὁμοίως μὴ ἔχων πλέον ἐλπίδα τινὰ εἰς αὐτούς, προσέταξε νὰ τοὺς κρατοῦν φυλακισμένους, ἕως νὰ ἀποθάνωσιν.
Ὅταν δὲ παρῆλθε καιρὸς πολὺς καὶ εἶδον ὅτι οἱ Ἅγιοι δὲν ἀπέθανον, τοὺς ἐπῆρεν εἷς ἄρχων δεινός, ὀνόματι Ἀφροδίσιος, καὶ ἔστρωσε πλουσίαν τράπεζαν καὶ τοὺς προσεκάλεσε νὰ τοὺς φιλεύσῃ διὰ νὰ πάρουν δῆθεν ἀπὸ τὰς πρῴην βασάνους ὀλίγην ἄνεσιν. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἐπῆγαν, εἶπον δὲ εἰς αὐτόν· «ἡμεῖς τρώγομεν ἄρτον οὐράνιον, τὸν ὁποῖον ὅστις τὸν φάγῃ, δὲν πεινᾷ οὐδέποτε». Ὅθεν ὀργισθεὶς ὁ ἄφρων Ἀφροδίσιος, διότι δὲν κατεδέχθησαν τὴν φιλίαν του, ἔδεσεν αὐτοὺς εἰς δύο λίθους μύλου μεγάλους καὶ σύροντες αὐτοὺς εἰς ὅλην τὴν χώραν, τοὺς ἐλιθοβόλουν οἱ τῶν λίθων ἀναισθητότεροι. Οἱ δὲ γενναῖοι Μάρτυρες εὐχαρίστως ὑπέμενον τὰ λυπηρὰ μὲ θαυμασίαν καρτερίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν πολλοὶ εἰδωλολάτραι. Νικηθεὶς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ὁ ἀφρονέστατος Ἀφροδίσιος, τὸ ἀνήγγειλε πρὸς τὸν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἔγραψεν ἀπόφασιν νὰ τοὺς κλείσουν εἰς μίαν σκοτεινὴν φυλακὴν νὰ μείνουν ἀνεπιμέλητοι καὶ ἄσιτοι, ἕως νὰ ξεψυχήσουν ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὴν πολλὴν κακοπάθειαν. Τοῦτο δὲ ἦτο οἰκονομία θεοῦ, διὰ νὰ περάσουν χρόνοι, νὰ γίνουν σωστοὶ εἴκοσιν ὀκτὼ (28) καθὼς αὐτὸς ὁ Κύριος ἀπεκάλυψεν εἰς τὸν μακάριον Κλήμεντα, ὅταν αὐτὸς τὸν παρεκάλεσε νὰ πάθῃ πολλὰ κολαστήρια. Ἔμειναν λοιπὸν οἱ Ἅγιοι κεκλεισμένοι εἰς τὴν φυλακὴν πολὺν καιρόν, ἀπὸ μὲν ἀνθρωπίνην δύναμιν ἀνεπιμέλητοι, ὑπὸ Θεοῦ δὲ βοηθούμενοι καὶ παραδόξως τρεφόμενοι. Πολλοὶ δὲ ἄλλοι εὐσεβεῖς ἐμαρτύρησαν ἐκείνας τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἦσαν οἱ Ἅγιοι φυλακισμένοι.
Ὅταν δὲ ἐπέρασαν καὶ πάλιν χρόνοι πολλοὶ καὶ εἶδον οἱ φύλακες ὅτι παρ’ ὅλας τὰς στερήσεις, τὰς ὁποίας ἐπέβαλλον εἰς τοὺς Μάρτυρας, ἐκεῖνοι δὲν ἀπέθανον, ἐβαρύνθησαν καὶ ἀνέφεραν πρὸς τὸν βασιλέα τὴν ὑπόθεσιν, ὁ ὁποῖος ἐθυμώθη