Ὁ δὲ Ἅγιος, ὅσας ἡμέρας εὑρίσκετο δεδεμένος εἰς τὴν φυλακήν, δὲν ἄφηνε τον κανόνα του καμμίαν νύκτα, ἀλλὰ ὡς ἠδύνατο προσηύχετο, ἐπειδὴ εἶχον ἕνα πταίστην δεμένον μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον εἰς μίαν ἅλυσιν ὄχι μόνον εἰς τοὺς πόδας, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν τράχηλον. Ὅθεν διὰ νὰ μὴ τοῦ δίδῃ ἐνόχλησιν, δὲν ἐσηκώνετο ὄρθιος ὁλότελα, ἀλλὰ κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς ἐκεῖνον ἀνεγίνωσκε τὴν ἀκολουθίαν του μὲ μεγάλον κόπον καὶ δυσκολίαν. Μίαν νύκτα, καθὼς ἔψαλλε, τὸν ἠκροάζετο εἷς δήμιος, Ἑβραῖος τὴν θρησκείαν, ἀλλὰ καλόγνωμος, ὅστις βλέπων αὐτὸν ὅτι ἐκοπίαζεν ὅλην τὴν ἡμέραν νὰ φέρῃ λίθους, καὶ πάλιν τὴν νύκτα δὲν ἀνεπαύετο, ἐθαύμαζε πῶς δὲν ἐκουράζετο. Ὅθεν ἔβαλε τὸν ὀφθαλμὸν εἰς μίαν σχισμὴν τῆς φυλακῆς νὰ τὸν ἴδῃ καὶ βλέπει θαῦμα ἐξαίσιον· τινὰς λευκοφόρους πέριξ τοῦ Ἁγίου, φοροῦντας ἀρχιερατικὴν στολήν, οἵτινες ἐξήστραπτον ὡς ὁ ἥλιος, ὁμοίως δὲ ἐνδεδυμένος ἦτο καὶ ὁ Ἀναστάσιος, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἐστέκετο εἷς ὡραιότατος νέος ὡς Ἱεροδιάκονος καὶ τὸν ἐθυμίαζεν.
Ταῦτα ἰδὼν ὁ Ἑβραῖος ἐξίστατο καὶ θέλων νὰ ἐξυπνήσῃ ἕνα σύντροφόν του, ὅστις ἦτο Χριστιανός, τῆς Σκυθοπόλεως ἔπαρχος, δὲν ἠδύνατο νὰ σαλεύσῃ πόδας καὶ χεῖρας, ἀλλὰ ἔμεινε σχεδὸν ἀκίνητος ἀπὸ τὴν ἔκπληξιν τοῦ θαύματος ἢ καὶ ἀπὸ θείαν συγχώρησιν, διὰ νὰ οἰκονομήσῃ ἕτερόν τι κρυφιώτερον. Μετὰ βίας δὲ συρόμενος κατὰ γῆς ἐπλησίασε πρὸς τὸν πλησίον καὶ τοῦ διηγήθη τὸ θαυμάσιον, ὅστις παρετήρησε νὰ ἴδῃ καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πλέον τίποτε. Ὁ δὲ δήμιος τοῦ εἶπε καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν διὰ νὰ μὴ στερηθῇ τοιαύτης ψυχωφελοῦς διηγήσεως. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐμήνυσε τοῦ Μάρτυρος ὁ Μαρσαβανᾶς, ὅτι ἀνέφερε περὶ αὐτοῦ εἰς τὸν βασιλέα, καὶ προσέταξε νὰ ἀρνηθῇ τὸν Χριστὸν μόνον μὲ τὸν λόγον ἐνώπιον δύο ἀνθρώπων, ἐὰν ἐντρέπεται νὰ τὸ εἴπῃ παρρησίᾳ καὶ οὕτω νὰ τὸν ἀφήσουν εἰς τὴν ἐξουσίαν του ὕστερα νὰ προσκυνῇ καθὼς βούλεται· εἰ δὲ καὶ δὲν δεχθῇ κἂν αὐτὸν τὸν μικρὸν λόγον νὰ εἴπῃ, νὰ τὸν ὑπάγουν ἐκεῖ εἰς τὴν Περσίδα νὰ τοῦ δώσῃ ἐκεῖνος πολυώδυνον θάνατον. Ὁ δὲ Ἅγιος ἀπεκρίνατο· «Μὴ γένοιτο, Χριστὲ Βασιλεῦ, νὰ σὲ ἀθετήσω οὔτε κατὰ τὴν ἀλήθειαν ἢ προσποιούμενος, οὔτε ποσῶς μὲ κανένα σχῆμα, οὔτε κατὰ νοῦν καὶ διάνοιαν, οὐδὲ καὶ κοιμώμενος καὶ εἰς ὄνειρον εὑρισκόμενος».