Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ τοῦ Πέρσου.

γενναίως καὶ ἀνδρικῶς ὑπομένων τὰς μάστιγας· ὅτι καθὼς ποθεῖ ὁ διψασμένος τὸν καιρὸν τοῦ θέρους τὸ ψυχρὸν ὕδωρ νὰ δροσίσῃ τὰ σπλάγχνα του, οὕτω καὶ περισσότερον ἐπιποθῶ καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος διὰ τὸν Χριστόν μου νὰ λάβω δεινὰ κολαστήρια καὶ πικρότατον θάνατον». Ταῦτα εἰπὼν ὁ θαυμάσιος ἔπεσε πρηνὴς εἰς τὴν γῆν μόνος του καὶ ἁπλωθεὶς ἐδέχετο τὰς μαστιγώσεις τῶν ροπάλων μὲ θαυμασίαν καρτερίαν ὁ μεγαλόψυχος καὶ χωρὶς νὰ τὸν κρατῇ ἄλλος τις ἔμεινεν ἀμετακίνητος καὶ ἀσάλευτος μὲ ἄλυτα δεσμὰ προαιρέσεως, παραμυθούμενος μὲ τὸν ἔνθεον ἔρωτα εἰς τὰς δριμείας καὶ ἀφορήτους ὀδύνας τοῦ σώματος καὶ ὑπομένων τὰ παρόντα λυπηρὰ μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς μελλούσης μακαριότητος.

Τότε ὁ ἀνόητος ἡγεμὼν τοῦ εἶπε πάλιν ὅτι ἔμελλε νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὸν βασιλέα, ἵνα τὸν παιδεύσῃ σκληρότερα· ὁ δὲ ὡς σοφὸς ἀπεκρίνατο· «Αὐτὸς ὁ βασιλεύς σου εἶναι ἄνθρωπος φθαρτὸς ὡς ἡμεῖς καὶ ὑπόδουλος, καὶ ἀποθνήσκει σήμερον ἢ αὔριον· ὅθεν δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβούμεθα, ἀλλὰ μόνον τὸν αἰώνιον καὶ ἀθάνατον Βασιλέα ἂς τρέμωμεν, ὅστις ἔκαμεν ὅλα τὰ φαινόμενα καὶ τὰ ἀόρατα πράγματα. Τότε πάλιν τὸν ἐφυλάκισεν ὁ τύραννος, ἔχων ἐλπίδα μήπως καὶ φέρῃ αὐτὸν εἰς τὴν γνώμην του. Μετὰ ἡμέρας τινὰς τὸν ἐξέβαλε καὶ πάλιν καὶ τοῦ ἔλεγε νὰ θυσιάσῃ κατὰ τὴν τάξιν των. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος· «Εἰς ποίους θεοὺς μὲ προστάσσεις νὰ θυσιάσω;». Λέγει ὁ τύραννος· «Εἰς τὸ πῦρ, τὸν ἥλιον, τὴν σελήνην καὶ τὸν ἵππον». Λέγει ὁ Ἅγιος «Ὢ τῆς ἀγνωσίας! πῶς δὲν μὲ προστάσσεις νὰ προσκυνήσω καὶ βουνὰ καὶ κτήνη καὶ ἄλλα ὅμοια κτίσματα, ὦ ταλαίπωρε! Ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν ἄνθρωπον βασιλέα εἰς ὅλα του τὰ ποιήματα νὰ τὰ ἔχῃ ὑπόδουλα, καὶ μόνον αὐτὸν τὸν Βασιλέα νὰ σέβεται».

Μὲ τοιαῦτα καὶ ἕτερα, ἀληθέστατα λόγια ἐνίκησεν ὁ Μάρτυς τὸν τύραννον καὶ μὴ ἔχων τι νὰ ἀποκριθῇ τὸν ἔβαλε πάλιν εἰς φύλαξιν. Ὁ δὲ προεστὼς αὐτοῦ καὶ διδάσκαλος ἔμαθεν, ὅτι ὁ μαθητής του παρρησιάσθη καὶ ἤλεγξε πολλάκις τὸν τύραννον, ὑπομείνας ἀνδρείως τὰ δεινὰ κολαστήρια. Ὅθεν ἐχάρη τῇ ψυχῇ καὶ ἠγαλλιάσατο καὶ συνάξας πᾶσαν τὴν ἀδελφότητα ἔκαμαν κοινὴν παράκλησιν, νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ ὁ Κύριος νὰ νικήσῃ τὸν νοητὸν καὶ αἰσθητὸν τύραννον, ἵνα λάβῃ τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον· ἔπειτα τοῦ ἔστειλε μὲ δύο ἀδελφοὺς γράμματα, συμβουλεύων αὐτὸν νὰ μὴ φοβηθῇ τυράννιον ὠμότητα, ἀλλὰ νὰ τελειώσῃ ἀνδρειωμένα τὴν ἄθλησιν, καθὼς ἤρχισεν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Θεοδώρητος λέγει ὅτι οἱ Πέρσαι ὠνόμαζον μάγους τοὺς τὰ στοιχεῖα θεοποιοῦντας (Βιβλ. ε’, κεφ. λη’ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας).

[2] Βλέπε τὴν περὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑποσημείωσιν κατὰ τὴν λα’ (31ην) Ἰουλίου, ὡς καὶ εἰς τὴν ιδ’ (14ην) Σεπτεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Τόμος Ζ’ καὶ Τόμος Θ’).

[3] Περὶ τοῦ Μοδέστου τούτου, ὅτι εἶναι Β’ καὶ ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Μόδεστον τὸν κατὰ τὸν Γ’ αἰῶνα μαρτυρήσαντα, βλέπε εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς 16ης Δεκεμβρίου, τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Τόμος ΙΒ’).

[4] Οὐχὶ ὀρθῶς γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις, ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Σάββα.

[5] Κομμερκιάριος ἢ κουμμερκιάριος εἶναι λέξις βυζαντινή, παραληφθεῖσα ἐκ τῆς λατινικῆς, καὶ σημαίνει τὸν τελώνην ἢ τὸν ἀποθηκάριον μεγάλης κρατικῆς ἀποθήκης.

[6] Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων αὐτοῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν κδ’ (24ην) τοῦ παρόντος μηνὸς (βλέπε σελ. 597 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).