Ἰδὼν λοιπὸν ὁ τύραννος τὸ ἀμετάθετον αὐτοῦ, τὸν ἔδεσε μὲ ἄλλους δύο Χριστιανοὺς καὶ ἐβούλλωσε τὰς ἁλύσεις αὐτῶν, προστάσσων τοὺς δημίους νὰ τοὺς παραδώσουν εἰς τὸν βασιλέα, καὶ οὕτω τοὺς ἔβαλαν εἰς δημοσίαν φυλακὴν διὰ τρεῖς ἡμέρας ἕως νὰ τοὺς ὑπάγωσιν ἐκεῖ. Ἦτο δὲ τότε παραμονὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ· ὅθεν ὁ Ἅγιος καὶ οἱ ἄλλοι δύο συνδέσμιοι, ἔτι δὲ καὶ ἕτεροι Χριστιανοί, οἵτινες ἦλθον δι’ ἀγάπην των, ἔκαμαν ἀγρυπνίαν ὅλην τὴν νύκτα πανηγυρίζοντες, ὥστε όλοι οἱ φυλακισμένοι ἐχάρησαν· ἦτο δὲ τότε ἡ δεκάτη τετάρτη τοῦ Σεπτεμβρίου. Ἀπῆλθε λοιπὸν ὁ Κομμερκιάριος [5], ὅστις ἦτο εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, πρὸς τὸν τύραννον, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τοῦ πιστευθῇ τὸν Ἀναστάσιον διὰ νὰ ἑορτάσουν μαζὶ τὴν Ὕψωσιν καὶ οὕτως ἐποίησαν. Ὅταν λοιπὸν εἶδον οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸν Ἅγιον, ἔλαβον πολλὴν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν, ὄχι μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. Ἐπαινοῦσαν δὲ αὐτὸν καὶ ἐδόξαζον καταφιλοῦντες τὰς πληγὰς αὐτοῦ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν καὶ τοσοῦτον τὸν ἐνεκωμίαζον, ὥστε ἐξέκαυσαν τὴν ψυχήν του πρὸς τὸ μαρτύριον περισσότερον, διπλῆν οὕτως ἑορτὴν ἑορτάσαντες. Ἀφοῦ δὲ ἐτελείωσεν ἡ θεία Λειτουργία, παρεκάλεσεν ὁ Κομμερκιάριος τὸν Ἅγιον νὰ καταδεχθῇ νὰ φιλευθῶσιν εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ τὴν ἁγιάσῃ μὲ τὴν εὐσεβῆ παρουσίαν του. Διὰ νὰ μὴ τὸν λυπήσῃ λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ στανικῶς ἐδέχθη καὶ ἐρχόμενος μὲ τοὺς δύο ἄλλους συνάθλους αὐτοῦ συνηυφράνθησαν καὶ πάλιν ἦλθον εἰς τὴν φυλακὴν ἀγαλλόμενοι.
Τὴν μεθεπομένην ἐξήγαγον τὸν Ἅγιον μετὰ τῶν συνδεσμίων του ἀπὸ τὴν Καισάρειαν, ἠκολούθουν δὲ μετὰ δακρύων καὶ πολλοὶ φιλόχριστοι, εὐχόμενοι δι’ αὐτὸν καὶ παρακαλοῦντες τὸν Κύριον νὰ τοῦ δίδῃ μέχρι τέλους δύναμιν. Ἠκολούθει δὲ τὸν Ἅγιον καὶ ὁ εἷς ἐκ τῶν δύο ἀδελφῶν, τοὺς ὁποίους εἶχεν ἀποστείλει ὁ Γέροντάς του διὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ εἰς ὅσα χρειάζεται, ἔτι δὲ καὶ διὰ νὰ βλέπῃ ὅλα του τὰ μαρτύρια νὰ τὰ διηγηθῇ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ὕστερον. Κατὰ δὲ τὴν ὁδοιπορίαν, διερχομένης τῆς συνοδείας ἀπὸ τὰς διαφόρους πόλεις, ἐξήρχοντο οἱ κάτοικοι αὐτῶν καὶ προϋπαντοῦσαν τὸν Ἅγιον καὶ τὸν κατευώδωνον μὲ τόσην τιμὴν καὶ εὐλάβειαν, ὥστε ἐλυπεῖτο φοβούμενος μήπως καὶ ἔχει ἁμαρτίαν διὰ τὴν πολλὴν τιμὴν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμνον. Ὅθεν ἔγραψε καὶ περὶ τούτου δύο ἐπιστολὰς ἀπὸ τὸν ποταμὸν Τίγριν πρὸς τὸν Ἀρχιερέα Ἱεραπόλεως, νὰ κάμουν πρὸς Κύριον δέησιν νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ τελειώσῃ καλῶς τὸν δρόμον τῆς ἀθλήσεως καὶ νὰ μὴ τὸν κατακρίνῃ ὅταν κρίνῃ τὸν κόσμον ἅπαντα διὰ τὴν πρόσκαιρον ἐκείνην τιμήν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδιδον οἱ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν εἰς τὴν Περσίδα, τὸν μὲ Ἅγιον ἐφυλάκισαν, ὁ δὲ ἀδελφός, ὁ ὁποῖος τὸν ἠκολούθει, παρέμεινεν εἰς τὴν οἰκίαν ἑνὸς Χριστιανοῦ, ὅστις ἦτο υἱὸς τινὸς Ἰεσδίν, εὐσεβὴς καὶ φιλόχριστος.