Εἰς ὀλίγας ἡμέρας, ἔβγαλαν πάλιν τὸν Ἅγιον ἀπὸ τὴν φυλακήν, εἷς δὲ ἄρχων προσταχθεις ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἠρώτησε τὸν Ἅγιον ἐὰν ἔστεργε νὰ προσκυνήσῃ τοὺς θεούς των ἢ νὰ τοῦ δώσῃ χειρότερα παιδευτήρια· ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ ἀπεκρίθη ὀργιζόμενος λέγων· «Τί χάνεις ἀσκόπως τὸν καιρὸν νὰ δοκιμάζῃς ἀδύνατα πράγματα; ἐγὼ σοῦ τὸ εἶπον τοσάκις, ὅτι δὲν ἀπαρνοῦμαι τὸν Δεσπότην μου, ἐὰν εἰς μύρια μέλη κατακόψῃς τὰς σάρκας μου». Τότε τὸν ἔδειραν μὲ ρόπαλα, ὡς καὶ πρότερον· ἔπειτα βλέποντες ὅτι ὑπέμεινε τὰς μάστιγας μὲ τόσην καρτερίαν καὶ γενναιότητα, ὡς νὰ ἦτο πέτρινος μᾶλλον ἢ ἄνθρωπος, ἐθαύμαζον· ὅθεν ἐφυλάκισαν αὐτὸν καὶ μετὰ ἡμέρας τινὰς τὸν ἐξέβαλε πάλιν ἐκεῖνος ὁ τύραννος καὶ προσεπάθησε μὲ πολλὰς κολακείας καὶ φοβερίσματα καὶ ἄλλα μύρια μηχανήματα νὰ τὸν μεταστρέψῃ ἀπὸ τὴν εὐσέβειαν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη. Ἔδεσε λοιπὸν μέγαν λίθον εἰς τὸν ἕνα του πόδα καὶ τὸν ἐκρέμασαν ἀπὸ τὴν ἄλλην του χεῖρα δύο ὥρας, διὰ νὰ κατασπάσουν βιαίως τὰ μέλη του, ἀλλὰ μὲ τὴν θείαν βοήθειαν ὑπέμεινε γενναίως καὶ ταύτην τὴν ὑπερβολικὴν βάσανον. Ταῦτα βλέπων ὁ ἄρχων ἀπεγνώσθη ὁλότελα καὶ μὴ ἔχων πλέον ἐλπίδα μεταγνωμήσεως τοῦ Ἁγίου, τὸν ἐφυλάκισε καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν βασιλέα τοῦ ἀνήγγειλεν ἅπαντα, συμβουλεύων αὐτὸν νὰ μὴ προσπαθῇ περισσότερον, ὅτι δὲν ἐνικᾶτο ὁ Ἀναστάσιος.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς προσέταξε νὰ θανατώσουν, μὲ τοὺς ἐπιλοίπους Χριστιανοὺς καὶ τὸν Ἀναστάσιον· ἐξέβαλον λοιπὸν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν φυλακήν, τὸν ἀριθμὸν ἑβδομήκοντα, τοὺς ὁποίους ὅλους ὡδήγησαν εἰς ἕνα ποταμὸν καὶ ἐκεῖ βάλλοντες εἰς τὸν λαιμὸν ἑνὸς ἑκάστου σχοινίον, τοὺς ἔπνιγαν ἐλεεινῶς ἔμπροσθεν τοῦ Μάρτυρος, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔλεγον πολλάκις οἱ παριστάμενοι· «Διατί δὲν κάμνεις τοῦ βασιλέως τὸ θέλημα, ἀλλὰ θέλεις νὰ λάβῃς τοιοῦτον θάνατον βίαιον;». Ὁ δὲ Ἅγιος πρῶτον ηὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὅστις τὸν ἠξίωσε νὰ λάβῃ (καθὼς ἐπόθει) διὰ τὴν ἀγάπην του θάνατον εἶτα καὶ πρὸς αὐτοὺς ἀπεκρίνατο· «Ἐγὼ ἐποθοῦσα νὰ κατακόψουν καθ’ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη μου εἰς λεπτὰ τεμάχια διὰ τὸν γλυκύτατόν μου Δεσπότην, νὰ λάβω πικρότατον καὶ πολυώδυνον θάνατον· ἀλλ’ ὅμως μὲ θανατώνετε χωρὶς πολὺν πόνον καὶ κάκωσιν. Εὐχαριστῶ δέ σοι, Χριστὲ Βασιλεῦ, διότι λαμβάνω οὕτως ἀνώδυνον θάνατον». Ταῦτα εἰπὼν ἔδωσε τὸ τέλος καὶ αὐτὸς ὁ τρισόλβιος· οἱ δὲ δήμιοι ἔκοψαν ὕστερα τὴν κεφαλήν του νὰ τὴν ὑπάγουν τοῦ βασιλέως εἰς μαρτυρίαν ὅτι τὸν ἐφόνευσαν.