Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ τοῦ Πέρσου.

Αὐτὰ καὶ ἕτερα λέγων εἰς ἔπαινον τῆς εὐσεβείας καὶ εἰς αὐτῶν καταφρόνησιν, προσεπάθει νὰ τοὺς φέρῃ εἰς μεταμέλειαν. Τυχόντες δὲ καὶ ἄλλοι Πέρσαι ἐκεῖ πλησίον, συστρατιῶται αὐτοῦ, τὸν ἐγνώρισαν καὶ ἁρπάσαντες αὐτὸν ὡς λύκοι ἄγριοι τὸν ἐφυλάκισαν, ἕως νὰ ἔλθῃ ὁ ἄρχων αὐτῶν Μαρσαβανᾶς νὰ τὸν ἐξετάσῃ, διότι δὲν ἦτο τότε εἰς τὴν Καισάρειαν. Ἔκαμε δὲ ὁ Ἅγιος τρεῖς ἡμέρας φυλακισμένος ἐντελῶς νῆστις, διότι δὲν κατεδέχετο νὰ γευθῇ ἀπὸ τὰ μιαρὰ φαγητά των. Ἐτρέφετο δὲ μόνον μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν κινδύνων, τοὺς ὁποίους ἔμελλε νὰ πάθῃ διὰ τὸν Χριστόν. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν εἷς εὐσεβής, τὸν ἐγνώρισε καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν, τὸν ἐμακάριζε καὶ ἐθάρρυνεν αὐτόν, νὰ μὴ δειλιάσῃ δεινὰ κολαστήρια, οὔτε θάνατον πρόσκαιρον, διὰ νὰ βασιλεύσῃ αἰώνια. Ὅταν λοιπὸν ἦλθεν ὁ τύραννος, τοῦ ἔφεραν τὸν Ἅγιον, ὅστις δὲν ἔκλινε τὰ γόνατα νὰ προσκυνήσῃ, καθὼς ἔχουν οἱ Πέρσαι συνήθειαν, ἀλλὰ ἐστάθη ὄρθιος χωρὶς φόβον δεικνύων τῆς ψυχῆς τὸ ἀδούλωτον.

Τότε ὁ Μαρσαβανᾶς ἠρώτησε τὸν Ἅγιον τίς ἦτο, παρατηρῶν αὐτὸν μὲ βλέμμα ἄγριον· ὁ δὲ Ἅγιος ὡμολόγησε καταλεπτῶς ἅπαντα ἤτοι ὅτι ἦτο Πέρσης καὶ ἔγινε Χριστιανὸς γνωρίσας τὴν ἀλήθειαν. Ὁ μὲν λοιπὸν τύραννος ἐδοκίμασε μὲ κολακείας νὰ τὸν διαστρέψῃ, ὑποσχόμενος εἰς αὐτὸν φθαρτὰ καὶ μάταια πράγματα, ὁ δὲ ἔβλεπε πρὸς τὸν οὐρανὸν λέγων· «Μὴ γένοιτο, Χριστὲ Βασιλεῦ, νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὁμολογίαν σου». Τότε ὁ τύραννος προστάσσει νὰ τοῦ βάλουν σιδηρᾶν ἅλυσον εἰς τὸν ἓνα πόδα καὶ εἰς τὸν τράχηλον καὶ νὰ σηκώνῃ λίθους νὰ τοὺς ἀνεβάζῃ εἰς τὸ τειχόκαστρον οἱ δὲ συμπατριῶται αὐτοῦ καὶ γνώριμοι, ἔχοντες εἰς ἐντροπὴν τὴν αὐτοῦ καταφρόνησιν, τὸν ὠνείδιζον λέγοντες· «Πῶς ὕβρισες τὴν παλαιὰν τοῦ γένους εὐγένειαν καὶ ἔγινες Χριστιανὸς καταφρονημένος, νὰ σὲ δέσουν ὡς κακοῦργον αἰχμάλωτον καὶ νὰ καταισχύνῃς ὅλον τὸ γένος σου, ἀνόητε;». Ταῦτα λέγοντες τὸν ἐρράπιζον καὶ ἀνέσπων τὸ γένειον καὶ ἄλλας ἐλεεινότητας τοῦ ἔκαμνον οἱ ἀνόητοι, τὰ ὁποῖα λυπηρὰ ὑπέμεινεν εὐχαριστῶν ὁ ἀείμνηστος, ἔχων τοὺς ὀνειδισμοὺς χάριν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐγκώμια.

Μετὰ ταῦτα πάλιν τὸν ἐξήτασεν ἀκριβῶς ὁ τύραννος, φοβερίζων νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὸν βασιλέα νὰ τοῦ δώσῃ δεινὰ κολαστήρια· ὁ δὲ Ἅγιος ἔμεινεν εἰς τὴν ὁμολογίαν στερρὸς καὶ ἀμεταμέλητος. Ὅθεν προσέταξεν ὁ ἄρχων νὰ τὸν τανύσουν εἰς τὴν γῆν καὶ νὰ τὸν δέρουν ἀσπλάγχνως· ὁ δὲ Ἅγιος δὲν κατεδέχθη νὰ τὸν δέσουν, οὔτε νὰ τὸν τανύσουν, λέγων εἰς τοὺς δημίους· «Ἐγὼ μοναχός μου τανύζομαι καὶ θέλω στέκει


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Θεοδώρητος λέγει ὅτι οἱ Πέρσαι ὠνόμαζον μάγους τοὺς τὰ στοιχεῖα θεοποιοῦντας (Βιβλ. ε’, κεφ. λη’ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας).

[2] Βλέπε τὴν περὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὑποσημείωσιν κατὰ τὴν λα’ (31ην) Ἰουλίου, ὡς καὶ εἰς τὴν ιδ’ (14ην) Σεπτεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», (Τόμος Ζ’ καὶ Τόμος Θ’).

[3] Περὶ τοῦ Μοδέστου τούτου, ὅτι εἶναι Β’ καὶ ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Μόδεστον τὸν κατὰ τὸν Γ’ αἰῶνα μαρτυρήσαντα, βλέπε εἰς τὴν ὑποσημείωσιν τῆς 16ης Δεκεμβρίου, τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Τόμος ΙΒ’).

[4] Οὐχὶ ὀρθῶς γράφεται ἐν τοῖς Μηναίοις, ὅτι ἐπῆγεν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Σάββα.

[5] Κομμερκιάριος ἢ κουμμερκιάριος εἶναι λέξις βυζαντινή, παραληφθεῖσα ἐκ τῆς λατινικῆς, καὶ σημαίνει τὸν τελώνην ἢ τὸν ἀποθηκάριον μεγάλης κρατικῆς ἀποθήκης.

[6] Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων αὐτοῦ ἑορτάζεται κατὰ τὴν κδ’ (24ην) τοῦ παρόντος μηνὸς (βλέπε σελ. 597 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).