Τῇ Κ’ (20ῇ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου και θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΕΥΘΥΜΙΟΥ τοῦ Μεγάλου

εἰς τὴν διψῶσαν γῆν, τὴν τοῦ ἀδελφοῦ δίψαν παραμυθούμενος». Καὶ μετὰ τὴν εὐχὴν ἔλαβε τὸ σκαλίδιον, ὅπερ εἶχον διὰ νὰ ἐξάγουν τὰς ρίζας τῶν χόρτων νὰ τρώγωσι, καὶ σκάπτων ὀλίγον εἰς τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὕδωρ γλυκύτατον, ὢ τοῦ θαύματος! Ὅθεν πίνων ὁ Σάββας ἐθεράπευσε τὴν ὀδύνην του, δοξάζων καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, ὅστις τελεῖ διὰ τῶν δούλων αὐτοῦ τοιαῦτα σημεῖα καὶ τέρατα. Οὕτω λοιπὸν ἔχων πρὸς τὸν Θεὸν πολλὴν τὴν παρρησίαν ὁ Μέγας Εὐθύμιος προεγνώρισεν ὄχι μόνον τὴν μακαρίαν αὐτοῦ μετάστασιν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἔμελλον νὰ συμβοῦν εἰς ἐκείνην τὴν Λαύραν, τὴν ὁποίαν μὲ τόσον κόπον ᾠκοδόμησεν. Ἀφοῦ λοιπὸν διῆλθον ἡμέραι ὀκτὼ ἀπὸ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, συνήχθησαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου, ἄλλοι διὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν καὶ ἄλλοι νὰ τὸν ἀκολουθήσουν εἰς τὴν ἔρημον· μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἦτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μαρτύριος, οἵτινες ἰδόντες ὅτι δὲν εἰχε τίποτε ἡτοιμασμένα διὰ τὴν ἀναχώρησιν, τὸν ἠρώτησαν ἐὰν θὰ ἀνεχώρει τὴν ἑπομένην. Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτούς· «Ὅλην ταύτην τὴν ἑβδομάδα θὰ παραμείνω μαζί σας καὶ τὸ μεσονύκτιον τοῦ Σαββάτου χωρίζομαι ἀπὸ λόγου σας»· τοῦτο δὲ εἶπε διὰ τὴν τελευταίαν ἀναχώρησιν· ὅμως οὗτοι δὲν τὸ ἠννόησαν. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας ἦτο ἡ ἑορτὴ τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου καὶ προστάσσει νὰ κάμουν εἰς τὸν Ναὸν άγρυπνίαν ὁλονύκτιον.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκαμαν τὴν πανήγυριν, ἐσύναξεν εἰς τὸ Διακονικὸν τοὺς ἱερωμένους καὶ τοὺς λέγει· «Γινώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ Κύριος μὲ καλεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν πρὸς τὴν μέλλουσαν· αὔριον λοιπὸν ἂς συναχθοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοί, νὰ σᾶς παραγγείλω πῶς νὰ κάμετε μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν. Τὸ πρωῒ λοιπὸν μετὰ σπουδῆς συνηθροίσθησαν ἅπαντες, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶπεν ὁ Ἅγιος· «Πατέρες μου καὶ ἀδελφοὶ ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ καὶ τέκνα μου περιπόθητα ἐγὼ μὲν πορεύομαι εἰς τρεῖς ἡμέρας τὴν τελευταίαν ὁδὸν τῶν Πατέρων μου, σεῖς δὲ πρέπει νὰ φυλάξετε ἀπαρασαλεύτους τὰς ἐντολὰς τὰς ὁποίας σᾶς παραγγέλλω, διὰ νὰ φανῇ τὸ φίλτρον σας πρός με καὶ ἡ εὐλάβεια· πρότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετὰς νὰ ἔχετε τὴν ἀγάπην, χωρὶς τῆς ὁποίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώσῃ τις ἀρετὴν ὁλότελα· ὅτι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ταπεινοφροσύνην γνωρίζονται ἡ ταπεινοφροσύνη ἀναβιβάζει εἰς τὸ ὕψος τῶν κατορθωμάτων τὸν ἐνάρετον καὶ ἡ ἀγάπη δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ξεπέσῃ ἀπὸ τὸ ὕψος του. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐξομολογούμεθα εἰς τὸν Θεὸν πάντοτε καὶ κατὰ χρέος νὰ τὸν ὑμνολογοῦμεν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μᾶλλον δὲ ἡμεῖς οἱ Μοναχοὶ διὰ τὰς συνθήκας τὰς ὁποίας ἐτάξαμεν εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἐπειδὴ εἴμεθα ἐλεύθεροι τῶν βιοτικῶν φροντίδων καὶ διάγομεν ζωὴν ἀπερίσπαστον· λοιπὸν


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος ἔλαβε μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ συγκροτηθεῖσαν Ἁγίαν Γ’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει υλα’ (431) καὶ μεγάλως ὑπερήσπισε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπεραμυνόμενος τοῦ Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Κυρίλλου καὶ καταδικάζων τὸν Νεστόριον, τὸν ὁποῖον προσεπάθησε πρότερον, ἀνεπιτυχῶς, νὰ ἐπαναφέρῃ διὰ τῆς πειθοῦς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, καθότι ἐτύγχανεν προσωπικός του φίλος. Κατεπολέμησεν ἐπίσης καὶ τὸν Μοψουεστίας Θεόδωρον ἀποστείλας πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἀρμενίας ἐγκύκλιον, δι’ ἧς κατεδίκαζε τὰ φρονήματά του. Οὗτος ἀπελάμβανε μεγάλης τιμῆς μεταξὺ τῶν Πατέρων, ἡ δὲ ἐν Μελιτηνῇ συνελθοῦσα κατὰ τὸ ἔτος υνη’ (458) Σύνοδος ὀνομάζει αὐτὸν Πατέρα καὶ Διδάσκαλον. Ποῖον ὅμως ἔτος ἐτελειώθη καὶ ποῖον τέλος ἔλαβε δὲν εἰναι γνωστόν. Ὁ κατὰ τὴν λα’ (31) Μαρτίου ἑορταζόμενος συνώνυμος τούτου Ἐπίσκοπος ἐπίσης Μελιτηνῆς, ὁ ὑποβληθεὶς ἐπὶ Δεκίου εἰς μαρτυρικὰς βασάνους εἶναι ἄσχετος πρὸς αὐτόν. (Βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’).

[2] Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ἑορτάζεται κατὰ τὴν ια’ (11ην) Αὐγούστου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Η’).

[3] Οὗτος εἶναι ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Κολωνίας ὁ Ἡσυχαστὴς ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν γ’ (3ην) Δεκεμβρίου. (Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’).

[4] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελίδος 254-256.

[5] Τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου βλέπε εἰς τὴν ε’ (5ην) Δεκεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’).

[6] Αὕτη εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ λεγομένου Μικροῦ, ἥτις διὰ τὸν ἐνάρετον αὐτῆς βίον ἀνεκηρύχθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Ἁγία καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὴν ιγ’ (13ην) Αὐγούστου (Βλέπε τὰ περὶ αὐτῆς ἐν τῷ ἡμετέρῳ «Μεγάλῳ Συναξαριστῇ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Η’).

[7] Ἄλλος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Γεράσιμος οὗτος ἀπὸ τὸν Ὅσιον Γεράσιμον τὸν Ἰορδανίτην τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν δ’ (4ην) Μαρτίου. (Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’). Διότι ἐκεῖνος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῷ Συναξαρίῳ του, καὶ ὡς γράφει καὶ ὁ τὸν Βίον του συγγράψας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος ἔζησε κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (668-685), ἐνῷ οὗτος εἶναι σύγχρονος τῶν Ὁσίων Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου καὶ Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Ἐπειδὴ δὲ Βίον τοῦ Ὁσίου Γερασίμου συνέγραψε καὶ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης (514-557), ἀναφέρουν δὲ περὶ τούτου καὶ ἕτεροι σύγχρονοι αὐτοῦ, συνάγεται ὅτι ἢ δύο πρέπει νὰ ὑπῆρξαν συνώνυμοι Ὅσιοι φέροντες τὸ ὄνομα Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης καὶ τὰ ἑκατέρου θαυμάσια συνεχωνεύθησαν ἐκ παρανοήσεως εἰς μίαν ἱστορίαν λόγῳ συνωνυμίας ἢ εἶναι ἐσφαλμένος ὁ χρόνος εἰς τὸν ὁποῖον τοποθετεῖται ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὑπὸ τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Συναξαριστῶν. Σημείωσαι ὅτι καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τοποθετεῖ τὸν Ὅσιον Γεράσιμον περὶ τὸ ἔτος χο’ (670), τὸ ὁποῖον ἀναφέρουν καὶ οἱ Συναξαρισταὶ παλαιότεροι, νεώτεροι καὶ ἡμέτεροι. Ἐν τῇ παροῦσῃ ἐκδόσει τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’ «Μὴν Μάρτιος» καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, θέλομεν ἀσχοληθῆ ἐκτενέστερον περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.

[8] Οὗτος εἶναι Λέων Α’ ὁ Θρᾲξ ὁ καὶ Μέγας καὶ Μακέλλης ἐπονομαζόμενος τελευτήσας κατὰ τὸ 474 μ.Χ. καὶ ἀνακηρυχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος διὰ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνάς του. (Βλέπε σελ. 584 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[9] Οἱ Ἀποσχίσται ἦσαν αἱρετικοί, ἀποκοπέντες τῆς Ἐκκλησίας διότι δὲν ἀνεγνώριζον τοὺς κανονικοὺς Ἱερεῖς, οὔτε ἀπεδέχοντο τὰ Μυστήρια καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις (σημεῖον Σταυροῦ, Εἰκόνας κ.λ.π.)

[10] Ἡ Δώρα ἢ Δὼρ ἦτο ὀχυρὰ πόλις τῆς Παλαιστίνης κειμένη εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Καρμήλου ὄρους, πλησίον τοῦ σημερινοῦ χωρίου Ταντούρα. Κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν Χαναναίων ἦτο ἕδρα βασιλέως, κατὰ δὲ τὴν Χριστιανικὴν ἕδρα Ἐπισκόπου.