εἰς τὴν διψῶσαν γῆν, τὴν τοῦ ἀδελφοῦ δίψαν παραμυθούμενος». Καὶ μετὰ τὴν εὐχὴν ἔλαβε τὸ σκαλίδιον, ὅπερ εἶχον διὰ νὰ ἐξάγουν τὰς ρίζας τῶν χόρτων νὰ τρώγωσι, καὶ σκάπτων ὀλίγον εἰς τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὕδωρ γλυκύτατον, ὢ τοῦ θαύματος! Ὅθεν πίνων ὁ Σάββας ἐθεράπευσε τὴν ὀδύνην του, δοξάζων καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, ὅστις τελεῖ διὰ τῶν δούλων αὐτοῦ τοιαῦτα σημεῖα καὶ τέρατα. Οὕτω λοιπὸν ἔχων πρὸς τὸν Θεὸν πολλὴν τὴν παρρησίαν ὁ Μέγας Εὐθύμιος προεγνώρισεν ὄχι μόνον τὴν μακαρίαν αὐτοῦ μετάστασιν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἔμελλον νὰ συμβοῦν εἰς ἐκείνην τὴν Λαύραν, τὴν ὁποίαν μὲ τόσον κόπον ᾠκοδόμησεν. Ἀφοῦ λοιπὸν διῆλθον ἡμέραι ὀκτὼ ἀπὸ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, συνήχθησαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρας εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου, ἄλλοι διὰ νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν καὶ ἄλλοι νὰ τὸν ἀκολουθήσουν εἰς τὴν ἔρημον· μεταξὺ δὲ τῶν ἄλλων ἦτο ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μαρτύριος, οἵτινες ἰδόντες ὅτι δὲν εἰχε τίποτε ἡτοιμασμένα διὰ τὴν ἀναχώρησιν, τὸν ἠρώτησαν ἐὰν θὰ ἀνεχώρει τὴν ἑπομένην. Ὁ δὲ εἶπεν εἰς αὐτούς· «Ὅλην ταύτην τὴν ἑβδομάδα θὰ παραμείνω μαζί σας καὶ τὸ μεσονύκτιον τοῦ Σαββάτου χωρίζομαι ἀπὸ λόγου σας»· τοῦτο δὲ εἶπε διὰ τὴν τελευταίαν ἀναχώρησιν· ὅμως οὗτοι δὲν τὸ ἠννόησαν. Μετὰ δὲ τρεῖς ἡμέρας ἦτο ἡ ἑορτὴ τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου καὶ προστάσσει νὰ κάμουν εἰς τὸν Ναὸν άγρυπνίαν ὁλονύκτιον.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκαμαν τὴν πανήγυριν, ἐσύναξεν εἰς τὸ Διακονικὸν τοὺς ἱερωμένους καὶ τοὺς λέγει· «Γινώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι ὁ Κύριος μὲ καλεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν πρὸς τὴν μέλλουσαν· αὔριον λοιπὸν ἂς συναχθοῦν ὅλοι οἱ ἀδελφοί, νὰ σᾶς παραγγείλω πῶς νὰ κάμετε μετὰ τὴν ἐμὴν ἀναχώρησιν. Τὸ πρωῒ λοιπὸν μετὰ σπουδῆς συνηθροίσθησαν ἅπαντες, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶπεν ὁ Ἅγιος· «Πατέρες μου καὶ ἀδελφοὶ ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ καὶ τέκνα μου περιπόθητα ἐγὼ μὲν πορεύομαι εἰς τρεῖς ἡμέρας τὴν τελευταίαν ὁδὸν τῶν Πατέρων μου, σεῖς δὲ πρέπει νὰ φυλάξετε ἀπαρασαλεύτους τὰς ἐντολὰς τὰς ὁποίας σᾶς παραγγέλλω, διὰ νὰ φανῇ τὸ φίλτρον σας πρός με καὶ ἡ εὐλάβεια· πρότερον ἀπὸ ὅλας τὰς ἀρετὰς νὰ ἔχετε τὴν ἀγάπην, χωρὶς τῆς ὁποίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώσῃ τις ἀρετὴν ὁλότελα· ὅτι ὅλαι αἱ ἀρεταὶ μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ταπεινοφροσύνην γνωρίζονται ἡ ταπεινοφροσύνη ἀναβιβάζει εἰς τὸ ὕψος τῶν κατορθωμάτων τὸν ἐνάρετον καὶ ἡ ἀγάπη δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ξεπέσῃ ἀπὸ τὸ ὕψος του. Πρέπει λοιπὸν νὰ ἐξομολογούμεθα εἰς τὸν Θεὸν πάντοτε καὶ κατὰ χρέος νὰ τὸν ὑμνολογοῦμεν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μᾶλλον δὲ ἡμεῖς οἱ Μοναχοὶ διὰ τὰς συνθήκας τὰς ὁποίας ἐτάξαμεν εἰς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἐπειδὴ εἴμεθα ἐλεύθεροι τῶν βιοτικῶν φροντίδων καὶ διάγομεν ζωὴν ἀπερίσπαστον· λοιπὸν