Τῇ Κ’ (20ῇ) τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τοῦ Ὁσίου και θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν ΕΥΘΥΜΙΟΥ τοῦ Μεγάλου

Ὅταν ὁ Μέγας Εὐθύμιος ἔγινε χρόνων ὀγδοήκοντα δύο προσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὁ μακάριος Σάββας, παιδίον ἀγένειον, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τὴν συνοδείαν του· ὁ δὲ Ὅσιος ὡς προορατικὸς ἐγνώρισεν ἀκριβῶς τὴν μέλλουσαν ἀρετὴν τοῦ νέου καὶ μετὰ χαρᾶς αὐτὸν ὑπεδέχθη, ἀλλὰ διὰ τὴν ἡλικίαν τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν μακάριον Θεόκτιστον, ἕως νὰ κάμῃ γένειον, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔγραψε ταῦτα· «Δέξαι τὸν νεανίαν τοῦτον καὶ νουθέτει καὶ ὁδήγει αὐτὸν φιλοπόνως εἰς πᾶσαν ἄσκησιν καὶ ἀκρίβειαν τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος, ὅτι καθὼς μοῦ φαίνεται πολλὴν προκοπὴν μέλλει νὰ κάμῃ εἰς τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν καὶ νὰ φωτίσῃ πολλοὺς μὲ τὰ ἐξαίσια καὶ θαυμάσια κατορθώματά του». Ταῦτα διὰ τὸν Σάββαν προεφήτευσεν ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος καὶ ὄντως κατὰ τὴν πρόρρησιν καὶ τὰ πράγματα ἠκολούθησαν, ἐπειδὴ κατὰ τὴν σήμερον δὲν εἶναι καμμία πόλις ἢ χώρα ἔρημος, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μὴ διηγοῦνται μὲ ἡδονὴν καὶ εὐφροσύνην πνευματικὴν τὰ ἔνθεα τοῦ Ὁσίου Σάββα κατορθώματα· ἀλλὰ ταῦτα γράφονται κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ [5]· ὅθεν ἂς εἴπωμεν εἰσέτι ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου διὰ νὰ μὴ ἐξέλθωμεν ἀπὸ τὸ προκείμενον.

Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ὁ Πατριάρχης Ἰουβενάλιος, τελέσας εἰς τὸν θρόνον χρόνους τεσσαράκοντα πέντε καὶ ἐχειροτονήθη κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Εὐθυμίου ὁ Ἀναστάσιος, ὅστις ἐχειροτόνησε Φείδωνά τινα Διάκονον, τὸν ὁποῖον ἔστειλε μὲ τὸν Σταυροφύλακα πρὸς τὸν Μέγαν Εὐθύμιον, ἐνθυμίζων εἰς αὐτὸν τὴν πρόρρησιν καὶ παρακαλῶν αὐτὸν νὰ στέρξῃ νὰ κατέβῃ ὁ Πατριάρχης εἰς τὴν Λαύραν, νὰ συνευφρανθῶσι τῷ πνεύματι· ὁ δὲ Ἅγιος ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τοιαύτην ἀπόκρισιν· «Ἐγὼ μὲν ἐπιθυμῶ πάντα νὰ βλέπω τὴν σὴν τελειότητα καὶ κέρδος πνευματικὸν νομίζω τὴν παρουσίαν σου, ἀλλὰ πρότερον μὲν ἦλθες χωρὶς συνοδείαν καὶ σύγχυσιν, ἐνῷ τώρα πρέπει νὰ ἔλθῃς κατὰ τὴν ἀξίαν τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ ὑπερβαίνει τὴν ἐμὴν ἀσθένειαν· λοιπὸν παρακαλῶ σε νὰ μὴ λάβῃς τὸν κόπον, διότι ἐγὼ μὲν θὰ σὲ ὑποδεχθῶ προθύμως ἐρχόμενον, ἀλλὰ κατόπιν θὰ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ὑποδέχωμαι καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους· ὅθεν ὕστερον μὴ δυνάμενος νὰ δέχωμαι τόσον πλῆθος, θέλω ἀναχωρήσει ἀπ’ ἐδῶ, νὰ ὑπάγω εἰς ἄλλον τόπον ἀσύγχυστον». Ταῦτα δεξάμενος ὁ Πατριάρχης δὲν ἐτόλμησε νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ μὴ βαρυνθῇ ὁ Ἅγιος καὶ ἀναχωρήσῃ.


Ὑποσημειώσεις

[1] Οὗτος ἔλαβε μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ συγκροτηθεῖσαν Ἁγίαν Γ’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει υλα’ (431) καὶ μεγάλως ὑπερήσπισε τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπεραμυνόμενος τοῦ Ἀλεξανδρείας Ἁγίου Κυρίλλου καὶ καταδικάζων τὸν Νεστόριον, τὸν ὁποῖον προσεπάθησε πρότερον, ἀνεπιτυχῶς, νὰ ἐπαναφέρῃ διὰ τῆς πειθοῦς εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, καθότι ἐτύγχανεν προσωπικός του φίλος. Κατεπολέμησεν ἐπίσης καὶ τὸν Μοψουεστίας Θεόδωρον ἀποστείλας πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἀρμενίας ἐγκύκλιον, δι’ ἧς κατεδίκαζε τὰ φρονήματά του. Οὗτος ἀπελάμβανε μεγάλης τιμῆς μεταξὺ τῶν Πατέρων, ἡ δὲ ἐν Μελιτηνῇ συνελθοῦσα κατὰ τὸ ἔτος υνη’ (458) Σύνοδος ὀνομάζει αὐτὸν Πατέρα καὶ Διδάσκαλον. Ποῖον ὅμως ἔτος ἐτελειώθη καὶ ποῖον τέλος ἔλαβε δὲν εἰναι γνωστόν. Ὁ κατὰ τὴν λα’ (31) Μαρτίου ἑορταζόμενος συνώνυμος τούτου Ἐπίσκοπος ἐπίσης Μελιτηνῆς, ὁ ὑποβληθεὶς ἐπὶ Δεκίου εἰς μαρτυρικὰς βασάνους εἶναι ἄσχετος πρὸς αὐτόν. (Βλέπε ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’).

[2] Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων ἑορτάζεται κατὰ τὴν ια’ (11ην) Αὐγούστου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Η’).

[3] Οὗτος εἶναι ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Ἐπίσκοπος Κολωνίας ὁ Ἡσυχαστὴς ὁ ἑορταζόμενος κατὰ τὴν γ’ (3ην) Δεκεμβρίου. (Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’).

[4] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελίδος 254-256.

[5] Τὰ περὶ τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου βλέπε εἰς τὴν ε’ (5ην) Δεκεμβρίου (ἡμέτερος «Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος ΙΒ’).

[6] Αὕτη εἶναι ἡ σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ τοῦ λεγομένου Μικροῦ, ἥτις διὰ τὸν ἐνάρετον αὐτῆς βίον ἀνεκηρύχθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Ἁγία καὶ ἑορτάζεται κατὰ τὴν ιγ’ (13ην) Αὐγούστου (Βλέπε τὰ περὶ αὐτῆς ἐν τῷ ἡμετέρῳ «Μεγάλῳ Συναξαριστῇ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Η’).

[7] Ἄλλος πρέπει νὰ εἶναι ὁ Γεράσιμος οὗτος ἀπὸ τὸν Ὅσιον Γεράσιμον τὸν Ἰορδανίτην τὸν ἑορταζόμενον κατὰ τὴν δ’ (4ην) Μαρτίου. (Βλέπε ἡμέτερον «Μέγαν Συναξαριστὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’). Διότι ἐκεῖνος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῷ Συναξαρίῳ του, καὶ ὡς γράφει καὶ ὁ τὸν Βίον του συγγράψας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος ἔζησε κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (668-685), ἐνῷ οὗτος εἶναι σύγχρονος τῶν Ὁσίων Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου καὶ Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Ἐπειδὴ δὲ Βίον τοῦ Ὁσίου Γερασίμου συνέγραψε καὶ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης (514-557), ἀναφέρουν δὲ περὶ τούτου καὶ ἕτεροι σύγχρονοι αὐτοῦ, συνάγεται ὅτι ἢ δύο πρέπει νὰ ὑπῆρξαν συνώνυμοι Ὅσιοι φέροντες τὸ ὄνομα Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης καὶ τὰ ἑκατέρου θαυμάσια συνεχωνεύθησαν ἐκ παρανοήσεως εἰς μίαν ἱστορίαν λόγῳ συνωνυμίας ἢ εἶναι ἐσφαλμένος ὁ χρόνος εἰς τὸν ὁποῖον τοποθετεῖται ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὑπὸ τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων καὶ τῶν Συναξαριστῶν. Σημείωσαι ὅτι καὶ ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τοποθετεῖ τὸν Ὅσιον Γεράσιμον περὶ τὸ ἔτος χο’ (670), τὸ ὁποῖον ἀναφέρουν καὶ οἱ Συναξαρισταὶ παλαιότεροι, νεώτεροι καὶ ἡμέτεροι. Ἐν τῇ παροῦσῃ ἐκδόσει τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Τόμος Γ’ «Μὴν Μάρτιος» καὶ ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου, θέλομεν ἀσχοληθῆ ἐκτενέστερον περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.

[8] Οὗτος εἶναι Λέων Α’ ὁ Θρᾲξ ὁ καὶ Μέγας καὶ Μακέλλης ἐπονομαζόμενος τελευτήσας κατὰ τὸ 474 μ.Χ. καὶ ἀνακηρυχθεὶς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας Ἅγιος διὰ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνάς του. (Βλέπε σελ. 584 τοῦ ἀνὰ χεῖρας τόμου).

[9] Οἱ Ἀποσχίσται ἦσαν αἱρετικοί, ἀποκοπέντες τῆς Ἐκκλησίας διότι δὲν ἀνεγνώριζον τοὺς κανονικοὺς Ἱερεῖς, οὔτε ἀπεδέχοντο τὰ Μυστήρια καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις (σημεῖον Σταυροῦ, Εἰκόνας κ.λ.π.)

[10] Ἡ Δώρα ἢ Δὼρ ἦτο ὀχυρὰ πόλις τῆς Παλαιστίνης κειμένη εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Καρμήλου ὄρους, πλησίον τοῦ σημερινοῦ χωρίου Ταντούρα. Κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν Χαναναίων ἦτο ἕδρα βασιλέως, κατὰ δὲ τὴν Χριστιανικὴν ἕδρα Ἐπισκόπου.