Ὅταν ὁ Μέγας Εὐθύμιος ἔγινε χρόνων ὀγδοήκοντα δύο προσῆλθεν εἰς αὐτὸν ὁ μακάριος Σάββας, παιδίον ἀγένειον, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν δεχθῇ εἰς τὴν συνοδείαν του· ὁ δὲ Ὅσιος ὡς προορατικὸς ἐγνώρισεν ἀκριβῶς τὴν μέλλουσαν ἀρετὴν τοῦ νέου καὶ μετὰ χαρᾶς αὐτὸν ὑπεδέχθη, ἀλλὰ διὰ τὴν ἡλικίαν τὸν ἔστειλεν εἰς τὸν μακάριον Θεόκτιστον, ἕως νὰ κάμῃ γένειον, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔγραψε ταῦτα· «Δέξαι τὸν νεανίαν τοῦτον καὶ νουθέτει καὶ ὁδήγει αὐτὸν φιλοπόνως εἰς πᾶσαν ἄσκησιν καὶ ἀκρίβειαν τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος, ὅτι καθὼς μοῦ φαίνεται πολλὴν προκοπὴν μέλλει νὰ κάμῃ εἰς τὴν ἀσκητικὴν πολιτείαν καὶ νὰ φωτίσῃ πολλοὺς μὲ τὰ ἐξαίσια καὶ θαυμάσια κατορθώματά του». Ταῦτα διὰ τὸν Σάββαν προεφήτευσεν ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος καὶ ὄντως κατὰ τὴν πρόρρησιν καὶ τὰ πράγματα ἠκολούθησαν, ἐπειδὴ κατὰ τὴν σήμερον δὲν εἶναι καμμία πόλις ἢ χώρα ἔρημος, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μὴ διηγοῦνται μὲ ἡδονὴν καὶ εὐφροσύνην πνευματικὴν τὰ ἔνθεα τοῦ Ὁσίου Σάββα κατορθώματα· ἀλλὰ ταῦτα γράφονται κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ [5]· ὅθεν ἂς εἴπωμεν εἰσέτι ὀλίγα τινὰ περὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου διὰ νὰ μὴ ἐξέλθωμεν ἀπὸ τὸ προκείμενον.
Ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ὁ Πατριάρχης Ἰουβενάλιος, τελέσας εἰς τὸν θρόνον χρόνους τεσσαράκοντα πέντε καὶ ἐχειροτονήθη κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Εὐθυμίου ὁ Ἀναστάσιος, ὅστις ἐχειροτόνησε Φείδωνά τινα Διάκονον, τὸν ὁποῖον ἔστειλε μὲ τὸν Σταυροφύλακα πρὸς τὸν Μέγαν Εὐθύμιον, ἐνθυμίζων εἰς αὐτὸν τὴν πρόρρησιν καὶ παρακαλῶν αὐτὸν νὰ στέρξῃ νὰ κατέβῃ ὁ Πατριάρχης εἰς τὴν Λαύραν, νὰ συνευφρανθῶσι τῷ πνεύματι· ὁ δὲ Ἅγιος ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τοιαύτην ἀπόκρισιν· «Ἐγὼ μὲν ἐπιθυμῶ πάντα νὰ βλέπω τὴν σὴν τελειότητα καὶ κέρδος πνευματικὸν νομίζω τὴν παρουσίαν σου, ἀλλὰ πρότερον μὲν ἦλθες χωρὶς συνοδείαν καὶ σύγχυσιν, ἐνῷ τώρα πρέπει νὰ ἔλθῃς κατὰ τὴν ἀξίαν τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ ὑπερβαίνει τὴν ἐμὴν ἀσθένειαν· λοιπὸν παρακαλῶ σε νὰ μὴ λάβῃς τὸν κόπον, διότι ἐγὼ μὲν θὰ σὲ ὑποδεχθῶ προθύμως ἐρχόμενον, ἀλλὰ κατόπιν θὰ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ὑποδέχωμαι καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους· ὅθεν ὕστερον μὴ δυνάμενος νὰ δέχωμαι τόσον πλῆθος, θέλω ἀναχωρήσει ἀπ’ ἐδῶ, νὰ ὑπάγω εἰς ἄλλον τόπον ἀσύγχυστον». Ταῦτα δεξάμενος ὁ Πατριάρχης δὲν ἐτόλμησε νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ μὴ βαρυνθῇ ὁ Ἅγιος καὶ ἀναχωρήσῃ.