Ἡ ὑπόθεσις δὲ αὕτη ἐγένετο οὕτω, καθὼς ὁ ἴδιος τὴν διηγήθη μετὰ ταῦτα λέγων· «Ὅταν ἤμην εἰς τὸ Μοναστήριον ἀρχάριος, ἤθελον νὰ μὲ χειροτονήσουν χωρὶς νὰ θέλω Διάκονον. Ἐγὼ δὲ κρίνων τὸν ἑαυτόν μου ἀνάξιον, ἔφυγον ἀπὸ τὴν Λαύραν εἰς τόπον ἀπόκρυφον καὶ ἐκεῖ μὲ ὑπηρέτει εἷς λαϊκός, ὅστις ἔπαιρνε τὰς σπυρίδας, τὰς ὁποίας ἐργοχείρουν καὶ μοῦ ἔφερε τὴν τροφήν μου. Ἔτυχε δὲ εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη μία παρθένος, ἥτις ἣμαρτε μὲ ἄλλον τινὰ καὶ ἔμεινεν ἔγκυος ἡ τάλαινα. Ἐρωτήσαντες δὲ αὐτὴν οἱ γονεῖς της, τὴν συνεβούλευσεν ὁ διάβολος νὰ εἴπῃ ὅτι ἐγὼ τὴν ἐβίασα. Οἱ δὲ γονεῖς της ἔδραμον πρός με θυμωμένοι καὶ ἁρπάσαντές με ὡς θῆρες ἄγριοι μοῦ ἐκρέμασαν εἰς ὅλον τὸ σῶμα ἀγγεῖα πήλινα διὰ καταφρόνησιν καὶ δέροντές με ἀνηλεῶς μὲ ἐθεάτρισαν καὶ κατήσχυναν εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη φωνάζοντες· «Οὗτος ὁ Μοναχὸς ἐδυνάστευσε τὴν κόρην μας». Ὕβριζον δὲ καὶ τὸν κοσμικὸν ἐκεῖνον, ὅστις μὲ ὑπηρέτει καὶ τοῦ ἔλεγον· «Ἰδοὺ τὶ διέπραξεν ὁ ἐνάρετος Μοναχός, τὸν ὁποῖον ἐφήμιζες τόσον καὶ μᾶς ἔλεγες ψευδῶς, ὅτι ἦτο ἅγιος ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ἤξευρε ὅτι δὲν τὸν ἀφήνομεν, ἕως νὰ μείνῃ τις ἐγγυητής, νὰ πληρώσῃ ὅλα τὰ ἔξοδα, τὰ ὁποῖα μέλλουν νὰ γίνουν ἕως νὰ τραφῇ τὸ βρέφος, ὅπερ θὰ γεννηθῇ ἐξ αὐτῆς καὶ διότι ἔφθειρε τὴν παρθενίαν της».
Τότε ἐγὼ ἔκαμα νεῦμα εἰς ἐκεῖνον τὸν κοσμικόν, νὰ γίνῃ ἐγγυητής μου χωρὶς δισταγμόν. Ὅστις ἐδέχθη καὶ μὲ ἐπῆρεν ἡμίθνητον ἀπὸ τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ φθάνων εἰς τὸ κελλίον μου ἐπλεονέκτουν εἰς τὸ ἐργόχειρον λέγων· «Δούλευε, ταπεινὲ Μακάριε, νὰ θρέψῃς τὴν γυναῖκα καὶ ἑαυτόν». Καὶ οὕτω δουλεύων νυχθημερὸν ἔδιδα τὰς σπυρίδας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐζωοτρόφει ἐκείνην τὴν τάλαιναν, ἕως οὗ ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ καὶ ὀδυνωμένη ἡμέρας πολλὰς δὲν ἠδύνατο ἡ δυστυχὴς νὰ γεννήσῃ τὸ βρέφος. Ὅθεν ἀπὸ τοὺς πόνους ἐγνώρισε τὴν ἁμαρτίαν της καὶ ὡμολόγησε πρὸς τοὺς παρεστῶτας τὴν ἀλήθειαν, λέγουσα· «Ἐπειδὴ ἐσυκοφάντησα ψευδῶς τὸν ἐνάρετον ἐκεῖνον Μοναχόν, ὅτι μὲ ἐδυνάστευσε, δι’ αὐτὸ βασανίζομαι τώρα δικαίως ἡ ἄδικος. Ἀλλὰ γνωρίσατε ὅτι μὲ τὸν δεῖνα γείτονά μας ἡμάρτησα». Ταῦτα εἰποῦσα, ἐγέννησεν ἀνεμποδίστως. Οἱ δὲ παρεστῶτες ἔδραμον πρός με μετὰ δακρύων ζητοῦντες συγχώρησιν καὶ μὲ εἶχον ἔκτοτε εἰς πολλὴν εὐλάβειαν. Ὅθεν ἐγώ, διὰ νὰ φύγω τὸν ἀνθρώπινον ἔπαινον, ἔφυγον ἐξ ἐκείνου τοῦ τόπου, ἐλθὼν εἰς ταύτην τὴν ἔρημον».