Τὰ ἐν τῇ Φλωρεντινῇ ψευδοσυνόδῳ κατὰ Λατίνων ὑπερφυᾶ κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ.

Σύνοδος νὰ γίνῃ εἰς Ἰταλίαν καὶ νὰ μεταβοῦν οἱ ἰδικοί μας ἐκεῖ, νὰ παραμείνουν εἰς τὴν Σύνοδον καὶ νὰ λάβουν τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου καὶ τὰς δαπάνας διατροφῆς παρὰ τῶν Λατίνων. Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ μεταβοῦν καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν καθημερινὴν τροφὴν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καὶ μισθωτοί, ἐκεῖνοι δὲ κύριοι· καὶ ὁ δοῦλος ὀφείλει νὰ ἐκτελῇ τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του καὶ κάθε μισθωτὸς τὴν ἐργασίαν ἐκείνου, ὅστις τὸν πληρώνει, διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μισθώνει κάποιον, δι’ αὐτὸν τὸν λόγον τοῦ δίδει τὸν μισθόν, ἵνα ὁ μισθούμενος ἐκτελῇ ὅ,τι τὸν διατάξῃ ὁ μισθῶν αὐτόν, εἰδ’ ἄλλως δὲν τοῦ δίδει μισθόν. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνοι διακόψουν τὴν τροφοδοσίαν, τί θὰ κάμουν οἱ ἰδικοί μας; Καὶ ἐὰν δὲν θελήσουν νὰ ἐπιστρέψουν οἱ ἰδικοί μας μὲ ἔξοδα καὶ πλοῖα ἐκείνων, τί θὰ κάμουν αὐτοί; Κατὰ τί λοιπὸν συμφέρει αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι, οἱ ξένοι, οἱ πτωχοὶ νὰ ὑπάγουν πρὸς τοὺς πολλούς, τοὺς πλουσίους, τοὺς ὑπερηφάνους, τοὺς ἐντοπίους καὶ νὰ ὑποδουλωθοῦν εἰς αὐτούς; Ἔπειτα τὸ νὰ συζητῶμεν καὶ νὰ διδάσκωμεν αὐτοὺς περὶ Πίστεως καὶ εὐσεβείας δὲν μοῦ φαίνεται καλὸν καὶ κατὰ τὴν γνώμην μου οὐδόλως συμφέρει εἰς ἡμᾶς τοῦτο».

 

Ἡ ἀναχώρησις ἀποφασίζεται. Θεοσημεῖαι κατ’ αὐτήν. Ἄφιξις εἰς Βενετίαν.

Καὶ ὅμως ὁ τὰ καλὰ ταῦτα προλέγων Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἀφοῦ συνωμίλησε μυστικῶς μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Πάπα, μετέβαλε γνώμην καὶ ἤρχισε νὰ ἑτοιμάζεται, παρακινῶν καὶ τοὺς μὴ θέλοντας νὰ τὸν ἀκολουθήσουν, βεβαιῶν αὐτοὺς ὅτι κατὰ τὰς πληροφορίας του οἱ Λατῖνοι θὰ τοὺς ὑποδεχθοῦν μὲ πολλὴν τιμὴν καὶ ἀγάπην, ὅτι θὰ ἔχουν ἐλευθερίαν νὰ ἐκθέσουν ἀδιστάκτως τὴν γνώμην των καὶ ὅτι ἂν ἀποδείξουν οἱ Ἀνατολικοὶ τὴν ἰδικήν των δόξαν ὀρθοτέραν τῆς τῶν Λατίνων, ἐκεῖνοι θὰ ἀποδεχθοῦν τὴν Ἀνατολικὴν διδασκαλίαν καὶ οὕτω θὰ ἐπιστρέψουν νικηταὶ καὶ τροπαιοῦχοι.

Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλεύς, βιαζόμενος νὰ μεταβῇ εἰς Ἰταλίαν, ἀνεχώρησε τέλος μετὰ τῶν λοιπῶν ἔχων μετ’ αὐτοῦ καὶ τὸν Ἅγιον Μάρκον Ἐφέσου παρὰ τὴν θέλησίν του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου καὶ τῶν προοιμίων τοῦ σχίσματος γενικώτερον βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τῇ ϛ’ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Β’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Βλέπε περὶ τῶν γεγονότων τούτων εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ κβ’ (22ᾳ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἐν τόμῳ ΙΑ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, εἰς τὰ Προλεγόμενα, σελ. η’.

[4] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 55.

[5] Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελ. 109, ἔκδοσις Λειψίας.

[6] Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου, σελ. 903.

[7] Λίβελλος σημαίνει ὑπόμνημα, ἔγγραφον εἰς τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσονται αἱ ἀπόψεις διὰ κάποιον σπουδαῖον ζήτημα.

[8] Τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου πρὸς τοὺς παρὰ Λατίνων εἰρημένους λόγους περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς ἀπόκεινται ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Μόσχας ὑπ’ ἀριθ. 268 καὶ 394. Αἱ δύο τῶν ἀπαντήσεων τούτων εὑρίσκονται καὶ ἐν τῇ Βιβιοθήκῃ τῶν Παρισίων, αἵτινες ἐσφαλμένως ἐπιγράφονται εἰς τὸ ὄνομα Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου (Συρόπ. σελ. 135).

[9] Διηγεῖται τοῦτο καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, λέγων ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ ἀκούσαντες τοῦτο ἐγέλασαν μεγάλως, ὅθεν παντελῶς δὲν ἀνέφερον αὐτὸ πλέον οἱ Λατῖνοι, εἰς καμμίαν διάλεξιν.

[10] Εἰς ταύτην τὴν ὁμολογίαν πρόσεχε καλῶς, ἀναγνῶστα, διότι εἶναι ἀκριβεστάτη καὶ ἀρκεῖ ἀντὶ πάντων κατὰ τῶν κακοδόξων παπιστῶν.

[11] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 597.

[12] Συρόπουλος, σελ. 211.

[13] Καβάσιλας Νεῖλος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἀκμάσας περὶ τὸ 1360. Εἶναι ἐπίσημος διὰ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Λατίνων, συγγράψας τὸ περὶ «Ἀρχῆς τοῦ Πάπα» σύγγραμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραψε περὶ τῆς διαιρέσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

[14] Συρόπουλος, σελ. 343.

[15] Συρόπουλ. σελ. 304.

[16] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 236 καὶ 237.

[17] Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, σελ. 581.

[18] Κόθορνος· ὑπόδημα ἐφαρμοζόμενον εἰς ἀμφοτέρους τοὺς πόδας· ἀκολούθως ἄνθρωπος διπρόσωπος καὶ εὐμετάβολος.

[19] Ἡ ἔκθεσις αὕτη τῆς πίστεως εὑρέθη μεταγενεστέρως ἐν Κωνσταντινουπόλει σεσαθρωμένη καὶ μόλις ἀναγνωσθεῖσα, ἥτις μετεγράφη παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κυρίου Νεκταρίου ἐν τῷ Συνταγματίῳ αὑτοῦ, σελ. 231.