Τὰ ἐν τῇ Φλωρεντινῇ ψευδοσυνόδῳ κατὰ Λατίνων ὑπερφυᾶ κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ.

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκάλεσε νέαν συνέλευσιν ὁ βασιλεύς, εἰς τὴν ὁποίαν ὅμως θὰ ὡμίλουν μόνον Ἀρχιερεῖς καὶ Ἀρχιμανδρῖται. Τοῦτο δὲ ἔπραξε διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντας, οἵτινες ἦσαν πολλοί, νὰ κλίνουν πρὸς τὴν γνώμην τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Τότε ἡ συζήτησις περιεστράφη πάλιν περὶ τὴν ΕΚ καὶ τὴν ΔΙΑ καὶ οἱ λατινόφρονες ἠγωνίζοντο νὰ δείξουν, ὅτι οὐδεμία διαφορὰ ὑπάρχει εἰς τὴν ἔννοιαν τῶν δύο, ἠμπόδισαν δὲ καὶ τὸν Ἡρακλείας νὰ ἀναγνώσῃ βιβλίον τι, τὸ ὁποῖον ἔφερεν εἰς τὴν Σύνοδον.

Ἡμέραν λοιπὸν μὲ τὴν ἡμέραν ἐγίνετο καταφανεστέρα ἡ στροφὴ πρὸς τον λατινισμὸν καὶ οἱ λατινόφρονες ἤρχισαν νὰ ἐπαινοῦν τὴν δόξαν τῶν Λατίνων, λέγοντες ὅτι ἡ μεταξὺ ἡμῶν καὶ ἐκείνων διαφορὰ εἶναι μηδαμινὴ καὶ ἄν θελήσουν οἱ ἡμέτεροι εὐκόλως θέλομεν ἑνωθῆ. Πάλιν εἰς τοῦτο ἀντετάχθη ὁ διάπυρος τῆς εὐσεβείας ζηλωτὴς καὶ διδάσκαλος, ὅστις μάλιστα ὠνόμασε τὴν δόξαν τῶν Λατίνων αἵρεσιν, ὡς τὴν ἐστοχάζοντο οἱ πρὸ αὐτῶν Διδάσκαλοι. Ἂν δέ, εἶπεν, δὲν τὴν ὠνόμασαν αἵρεσιν, τοῦτο ἔγινε διότι ἀνέμενον τὴν ἐπιστροφήν των. Ἀμέσως οἱ λατινόφρονες ἐξηγέρθησαν καὶ ἰδίᾳ ὁ Μυτιλήνης καὶ ὁ Λακεδαιμονίας, οἵτινες ἤρχισαν νὰ ὑβρίζουν ἀναιδῶς τὸν Ἅγιον ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου, δηλώσαντες ὅτι ὀνομάζει τὸν Πάπαν αἱρετικὸν καὶ ὅτι ἢ πρέπει νὰ ἀποδείξῃ τοῦτο ἢ νὰ τιμωρηθῇ ὡς πρέπει. Ἀληθῶς λοιπόν, γράφει ὁ σοφώτατος Σχολάριος, ὅτι «ἡμῖν τοῖς ὀφείλουσι συμμαχεῖν (μετὰ τοῦ θείου Μάρκου), ἀντὶ τοιούτων, φεῦ! πολεμίοις ἐκέχρητο». Διότι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ δύο ποὺ ἦσαν ἀρχικῶς, ὕστερον ἔγιναν τρεῖς καὶ τέσσαρες καὶ τέλος σχεδὸν ὅλοι.

Μετὰ δύο ἡμέρας, γενομένης νέας συνελεύσεως παρὰ τῷ Πατριάρχῃ, ἤρχισαν νὰ παρακινοῦν καὶ νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἅγιον Μάρκον νὰ κάμῃ κάποιαν συγκατάβασιν. Ἐκεῖνος ὅμως ἀπήντα ὅτι εἰς τὰ ζητήματα τῆς Πίστεως δὲν χωρεῖ συγκατάβασις, ὑπέμνησε δὲ εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνο ὅπερ εἶπεν ὁ ἔπαρχος εἰς τὸν Ἅγιον Θεόδωρον τὸν Γραπτόν· «Μίαν μόνην φορὰν συγκοινωνήσατε μὲ ἡμᾶς (τοὺς Εἰκονομάχους) καὶ κατόπιν πορεύεσθε ὅπου θέλετε». Ὁ δὲ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπεκρίθη· «Ὦ ἔπαρχε, τοῦτο εἶναι τὸ ἴδιον, ὡς νὰ ἔλεγέ τις εἰς ἄλλον: ἄφησε νὰ κόψω τὴν κεφαλήν σου μίαν μόνον φοράν, καὶ κατόπιν ὕπαγε ὅπου ἀγαπᾷς». Τοῦτο ζητεῖτε καὶ σεῖς ἀπὸ ἐμέ, προσέθεσεν ὁ Ἅγιος Μάρκος, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἀδύνατον.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου καὶ τῶν προοιμίων τοῦ σχίσματος γενικώτερον βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τῇ ϛ’ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Β’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Βλέπε περὶ τῶν γεγονότων τούτων εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ κβ’ (22ᾳ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἐν τόμῳ ΙΑ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, εἰς τὰ Προλεγόμενα, σελ. η’.

[4] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 55.

[5] Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελ. 109, ἔκδοσις Λειψίας.

[6] Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου, σελ. 903.

[7] Λίβελλος σημαίνει ὑπόμνημα, ἔγγραφον εἰς τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσονται αἱ ἀπόψεις διὰ κάποιον σπουδαῖον ζήτημα.

[8] Τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου πρὸς τοὺς παρὰ Λατίνων εἰρημένους λόγους περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς ἀπόκεινται ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Μόσχας ὑπ’ ἀριθ. 268 καὶ 394. Αἱ δύο τῶν ἀπαντήσεων τούτων εὑρίσκονται καὶ ἐν τῇ Βιβιοθήκῃ τῶν Παρισίων, αἵτινες ἐσφαλμένως ἐπιγράφονται εἰς τὸ ὄνομα Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου (Συρόπ. σελ. 135).

[9] Διηγεῖται τοῦτο καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, λέγων ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ ἀκούσαντες τοῦτο ἐγέλασαν μεγάλως, ὅθεν παντελῶς δὲν ἀνέφερον αὐτὸ πλέον οἱ Λατῖνοι, εἰς καμμίαν διάλεξιν.

[10] Εἰς ταύτην τὴν ὁμολογίαν πρόσεχε καλῶς, ἀναγνῶστα, διότι εἶναι ἀκριβεστάτη καὶ ἀρκεῖ ἀντὶ πάντων κατὰ τῶν κακοδόξων παπιστῶν.

[11] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 597.

[12] Συρόπουλος, σελ. 211.

[13] Καβάσιλας Νεῖλος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἀκμάσας περὶ τὸ 1360. Εἶναι ἐπίσημος διὰ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Λατίνων, συγγράψας τὸ περὶ «Ἀρχῆς τοῦ Πάπα» σύγγραμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραψε περὶ τῆς διαιρέσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

[14] Συρόπουλος, σελ. 343.

[15] Συρόπουλ. σελ. 304.

[16] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 236 καὶ 237.

[17] Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, σελ. 581.

[18] Κόθορνος· ὑπόδημα ἐφαρμοζόμενον εἰς ἀμφοτέρους τοὺς πόδας· ἀκολούθως ἄνθρωπος διπρόσωπος καὶ εὐμετάβολος.

[19] Ἡ ἔκθεσις αὕτη τῆς πίστεως εὑρέθη μεταγενεστέρως ἐν Κωνσταντινουπόλει σεσαθρωμένη καὶ μόλις ἀναγνωσθεῖσα, ἥτις μετεγράφη παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κυρίου Νεκταρίου ἐν τῷ Συνταγματίῳ αὑτοῦ, σελ. 231.