Τὰ ἐν τῇ Φλωρεντινῇ ψευδοσυνόδῳ κατὰ Λατίνων ὑπερφυᾶ κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ.

Τὰ φλωρία τοῦ Πάπα ἐξαγοράζουν τὰς συνειδήσεις τῶν ἐνδεῶν καὶ λιποψυχησάντων. Ἡ ἐπάρατος ἕνωσις ἀποφασίζεται. Ὁμιλία τοῦ βασιλέως καὶ θρῆνος κυνός.

Οἱ μὴ λατινοφρονήσαντες εὑρίσκοντο εἰς τρομερὰν ἔνδειαν, ὥστε διὰ νὰ ζήσουν ἠναγκάζοντο νὰ πωλοῦν ἢ νὰ ἐνεχυριάζουν ὅ,τι καὶ ἂν εἶχον καὶ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά των, διότι δὲν ἐδίδετο εἰς αὐτοὺς τὸ σιτηρέσιον τοῦ Πάπα, συνεργοῦντος εἰς τοῦτο καὶ τοῦ σατανικοῦ Πρωτοσυγκέλλου Γρηγορίου, ὡς ὁ ἴδιος ἀναιδῶς ὡμολόγει. Γνωρίζων τὴν μεγάλην πτωχείαν τῶν ἡμετέρων ὁ λατινοφρονήσας Μητροπολίτης Δωρόθεος ἐπρότεινεν εἰς τοὺς Λατίνους νὰ τῷ δώσωσι χρήματα, ἵνα δώσῃ ταῦτα εἰς ὡρισμένα πρόσωπα καὶ πείσῃ αὐτὰ νὰ ὑπογράψωσι τὴν ἕνωσιν. Μαθὼν ταῦτα ὁ Πάπας ἔδωσεν ἐντολὴν νὰ δοθῶσιν, ὡς λέγεται, 200 φλωρία, ἅτινα διεμοιράσθησαν πρὸς ὑποδεεστέρους Ἀρχιερεῖς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς ἄρχοντας, ἵνα τὸν ὅρον ὑπογράψωσι.

Τὴν ἑπομένην συνεκεντρώθησαν πάλιν ὅλοι κατὰ διαταγὴν τοῦ βασιλέως καὶ ἐρωτηθέντες πάντες ἔστερξαν εἰς τὴν μετὰ τῶν Λατίνων ἕνωσιν. Εἶτα ἠγέρθησαν ὄρθιοι, ἵνα ὁμιλήσῃ ὁ βασιλεύς. Ὁμιλοῦντος τοῦ βασιλέως περὶ τῆς θεοκαταλύτου ἑνώσεως, συνέβη γεγονὸς ἄξιον ἰδιαιτέρας σημειώσεως: Εἷς ἀπὸ τοὺς κυνηγετικοὺς κύνας τοῦ βασιλέως, ὅστις ἐκοιμᾶτο εἰς χρυσοῦν προσκεφάλαιον πρὸ τῶν ποδῶν του, μόλις ὁ βασιλεὺς ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ περὶ τῆς ἑνώσεως, ἤρχισε καὶ αὐτὸς νὰ ὑλακτῇ θρηνωδῶς. Οἱ δορυφόροι προσεπάθησαν μὲ κάθε τρόπον νὰ κάμουν τὸν κύνα νὰ ἡσυχάσῃ, ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἐσιώπα, ὅσην ὥραν ὡμίλει ὁ βασιλεύς. Μερικοὶ ἐθεώρησαν τοῦτο ὡς κακὸν οἰωνὸν καὶ παρωμοίαζαν τὸν κύνα μὲ τὴν ὄνον τοῦ Βαλαάμ, λέγοντες ὅτι τὸ ἄλογον ἐκεῖνο ζῷον ἐθρήνει διὰ τὴν προδοσίαν τοῦ Ὀρθοδόξου δόγματος, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ βασιλεύς, διὰ νὰ ἐλέγξῃ τοὺς λογικούς. Ἀφοῦ ἐτελείωσεν ἡ ὁμιλία τοῦ βασιλέως, οὗτος ἐπρόσταξε τοὺς βασιλικοὺς ὑπηρέτας νὰ καταγγέλλουν εἰς αὐτὸν ἀμέσως πάντα ὅστις θὰ κατεφέρετο κατὰ τῆς ἑνώσεως, ἵνα λάβῃ τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου καὶ τῶν προοιμίων τοῦ σχίσματος γενικώτερον βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τῇ ϛ’ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Β’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Βλέπε περὶ τῶν γεγονότων τούτων εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ κβ’ (22ᾳ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἐν τόμῳ ΙΑ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, εἰς τὰ Προλεγόμενα, σελ. η’.

[4] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 55.

[5] Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελ. 109, ἔκδοσις Λειψίας.

[6] Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου, σελ. 903.

[7] Λίβελλος σημαίνει ὑπόμνημα, ἔγγραφον εἰς τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσονται αἱ ἀπόψεις διὰ κάποιον σπουδαῖον ζήτημα.

[8] Τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου πρὸς τοὺς παρὰ Λατίνων εἰρημένους λόγους περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς ἀπόκεινται ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Μόσχας ὑπ’ ἀριθ. 268 καὶ 394. Αἱ δύο τῶν ἀπαντήσεων τούτων εὑρίσκονται καὶ ἐν τῇ Βιβιοθήκῃ τῶν Παρισίων, αἵτινες ἐσφαλμένως ἐπιγράφονται εἰς τὸ ὄνομα Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου (Συρόπ. σελ. 135).

[9] Διηγεῖται τοῦτο καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, λέγων ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ ἀκούσαντες τοῦτο ἐγέλασαν μεγάλως, ὅθεν παντελῶς δὲν ἀνέφερον αὐτὸ πλέον οἱ Λατῖνοι, εἰς καμμίαν διάλεξιν.

[10] Εἰς ταύτην τὴν ὁμολογίαν πρόσεχε καλῶς, ἀναγνῶστα, διότι εἶναι ἀκριβεστάτη καὶ ἀρκεῖ ἀντὶ πάντων κατὰ τῶν κακοδόξων παπιστῶν.

[11] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 597.

[12] Συρόπουλος, σελ. 211.

[13] Καβάσιλας Νεῖλος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἀκμάσας περὶ τὸ 1360. Εἶναι ἐπίσημος διὰ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Λατίνων, συγγράψας τὸ περὶ «Ἀρχῆς τοῦ Πάπα» σύγγραμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραψε περὶ τῆς διαιρέσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

[14] Συρόπουλος, σελ. 343.

[15] Συρόπουλ. σελ. 304.

[16] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 236 καὶ 237.

[17] Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, σελ. 581.

[18] Κόθορνος· ὑπόδημα ἐφαρμοζόμενον εἰς ἀμφοτέρους τοὺς πόδας· ἀκολούθως ἄνθρωπος διπρόσωπος καὶ εὐμετάβολος.

[19] Ἡ ἔκθεσις αὕτη τῆς πίστεως εὑρέθη μεταγενεστέρως ἐν Κωνσταντινουπόλει σεσαθρωμένη καὶ μόλις ἀναγνωσθεῖσα, ἥτις μετεγράφη παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κυρίου Νεκταρίου ἐν τῷ Συνταγματίῳ αὑτοῦ, σελ. 231.