Ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτόν, λαβόντες τὴν ἀπάντησιν ταύτην, ἔπεσαν εἰς ἀπορίαν καὶ κρατήσαντες αὐτὴν μυστικήν, ἐσκέπτοντο τὶ νὰ πράξουν. Ἀλλ’ ὁ Πάπας πάλιν ἐξεβίασε τὰ πράγματα διακόψας τὸ σιτηρέσιον καὶ ἀναγκάσας τοὺς ἡμετέρους νὰ ζητοῦν τοῦτο ὡς ἐπαῖται, μόνον δὲ ὅταν εἶδεν ὅτι κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν ἐκ πείνης ἔδωσεν εἰς τούτους σιτηρέσιον δύο μηνῶν, ἀντὶ τῶν καθυστερουμένων τεσσάρων. Μόνον εἰς τὸν Ἐφέσου οὐδὲν ἐδόθη, ὅστις, ὡς εἶπεν ὁ διανομεύς, ἔτρωγε τὸν ἄρτον τοῦ Πάπα καὶ ὅμως ἠναντιοῦτο εἰς αὐτόν, μᾶλλον δ’ ἔπρεπε νὰ δοθῇ εἰς τὸν Ἅγιον σάουλλα (ἤτοι σχοινίον ἀπαγχονισμοῦ). Ταῦτα κατελάλησε κατὰ τοῦ δικαίου ὁ φαῦλος ἐκεῖνος.
Οἱ κατὰ τῶν λατινοφρόνων ἀγῶνες τοῦ θείου Μάρκου ἐπιτείνονται.
Ὁ βασιλεύς, θέλων ὁπωσδήποτε νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἕνωσιν, συνεκάλεσε τοὺς ἡμετέρους καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτοὺς ὅτι οἱ Λατῖνοι ζητοῦν ἐξηγήσεις καὶ ὅτι οὕτω αἱ συζητήσεις θὰ ἐγίνοντο ἀτελείωτοι. Διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν αὐτοὺς νὰ σκεφθοῦν ἐὰν δύνανται νὰ στέρξουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἀμέσως ἡ συζήτησις ἐκινήθη πάλιν περὶ τὰς προθέσεις ΕΚ καὶ ΔΙΑ καὶ ἤρχισαν αἱ φιλονικίαι μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ τῶν λοιπῶν. Ἔλαβον δὲ μέρος εἰς τὴν συνέλευσιν ἐκείνην καὶ οἱ βασιλικοὶ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἕως τότε ἐσιώπων, διὰ νὰ ἴδουν, καὶ αὐτοί, ὡς εἶπεν ὁ βασιλεύς, ποῖος ἐνδιαφέρεται διὰ τὸ καλὸν τῆς Πατρίδος καὶ ποῖος ἐναντιοῦται εἰς αὐτό.
Εἷς ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐκείνων, ὁ ἀνωτέρω ρηθεὶς Ἰάγαρις, βλέπων τὸν Ἅγιον Μάρκον διαλεγόμενον πρὸς τρεῖς καὶ ὑπερισχύοντα, εἶπε θαυμάζων πρὸς τοὺς πλησίον: «Περὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι παρεφρόνησε καὶ δὲν γνωρίζει τὶ λέγει;». Διελύθη ὅθεν καὶ ἡ συνέλευσις ἐκείνη, ἀφοῦ ὅμως οἱ περισσότεροι ἐγνωμοδότησαν, ὅτι τὰ ρητὰ ἐκεῖνα τῶν Δυτικῶν Ἁγίων ἦσαν γνήσια. Ποῖοι δὲν ἦσαν οἱ γνωμοδοτήσαντες; Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ τὰ εἰς τὴν ἰδικήν των γλῶσσαν δὲν κατενόουν, ἀντελαμβάνοντο τὰ ἑτερόγλωσσα καὶ μάλιστα περικεκομμένα καὶ παρερμηνευμένα!