Τὴν ἑπομένην ἐπανελήφθη ἡ συζήτησις, πάντες δὲ προσεπάθουν ἢ να καταπείσουν ἢ να κατασιγάσουν τὸν Ἅγιον Μάρκον. Ἀλλ’ οὗτος ἦτο ἀνίκητος. Διὰ νὰ δείξῃ δὲ τὴν διαφορὰν τῆς ΕΚ ἀπὸ τῆς ΔΙΑ, ἀνέφερε θεολογικώτατον ρητὸν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἰς τὸ ὁποῖον μεταχειρίζεται τὰς προθέσεις ΔΙΑ καὶ ΜΕΤΑ εἰς μίαν ἔννοιαν. Ἔχει δὲ τοῦτο οὕτως: «Πατὴρ μὲν ἄναρχος καὶ ἀγέννητος, καὶ ἀεὶ Πατὴρ νοεῖται· ἐξ αὐτοῦ δὲ κατὰ τὸ προσεχὲς ἀδιστάκτως ὁ μονογενὴς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνεπινοεῖται ΔΙ’ ΑΥΤΟΥ καὶ ΜΕΤ’ ΑΥΤΟΥ πρίν τι καινὸν καὶ ἀνυπόστατον διὰ μέσου παρεμπεσεῖν νόημα, εὐθὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον συνημμένως καταλαμβάνεται, οὐχ ὑστερίζον τι κατὰ τὴν ὕπαρξιν μετὰ τὸν Υἱόν, ὥστε ποτὲ τὸν μονογενῆ δίχα τοῦ Πνεύματος νοηθῆναι. Ἀλλ’ ἐκ μὲν τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων καὶ αὐτὸ τὴν αἰτίαν ἔχον τοῦ εἶναι, ὅθεν καὶ τὸ μονογενές ἐστι φῶς, διὰ δὲ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἐκλάμπον, οὔτε διαστήματι, οὔτε φύσεως ἑτερότητι τοῦ Πατρὸς ἢ τοῦ μονογενοῦς ἀποτέμνεται». Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁ Νικαίας προέβαλεν ἀντιρρήσεις καλῶν τὸν Ἅγιον νὰ ἀναφέρῃ, ἐὰν ἔχῃ, καὶ ἄλλα ρητά.
Βλέπων ὁ βασιλεὺς ὅτι ἡ φλὸξ τῆς φιλονικίας ἐδυνάμωνεν, ἐπρόσταξε νὰ ἑτοιμάσουν τὴν πρὸς τους Λατίνους ἀπάντησιν καὶ νὰ φυλάξουν τὰς διχογνωμίας των διὰ καταλληλότερον χρόνον. Τότε ὁ Ρωσίας Ἰσίδωρος ἔδειξε ψευδοτετράδιόν τι, γεμᾶτον ἀπὸ πᾶσαν παραφθοράν, τὸ ὁποῖον εἶχε συνθέσει ὁ Ἰωάννης Βέκκος, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ λατινόφρονος βασιλέως Μιχαὴλ καὶ ὁ ὁποῖος λατινοφρονήσας ἔγινε Πατριάρχης, ὕστερον ὅμως καθῃρέθη ὑπὸ Συνόδου καὶ ἐξορισθεὶς κακῶς ἐτελεύτησεν. Ἐκ τούτου ὁ Ρωσίας ἀνέγνωσε πολλὰ ρητά, ἄλλα παρεφθαρμένα, ἄλλα κολοβωμένα, λέγων ὅτι ταῦτα ἦσαν ρητὰ Ἀνατολικῶν Ἁγίων, δυνάμενα νὰ συμβιβάσωσι τὰς δύο Ἐκκλησίας. Ἐχάρη ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ ἐκλέξωσιν ἓν ἢ δύο καὶ συντάσσοντες τὴν ἰδικήν των ἔκθεσιν πίστεως νὰ τὴν στείλουν εἰς τοὺς Λατίνους. Συνετάγη λοιπὸν ἡ ἔκθεσις ἀπὸ τοὺς λατινόφρονας καὶ ἐστάλη, οἱ Λατῖνοι ὅμως ἐζήτησαν ἐξηγήσεις εἰς δώδεκα κεφάλαια αὐτῆς, λέγοντες ὅτι ἢ ἔπρεπε νὰ δώσουν σαφεῖς καὶ πλήρεις ἐξηγήσεις, ἢ νὰ δεχθοῦν τὴν ἔκθεσιν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἔστειλαν αὐτοὶ πρωτύτερα.