Ταῦτα εἰπὼν ὁ θεῖος Μάρκος ἠρέθισε τοὺς πρὸ ὀλίγου παρακαλοῦντας αὐτόν, ὁ δὲ Νικαίας ὕβριζε καὶ ἔσκωπτε τὸν Ἅγιον, ἀποκαλέσας αὐτὸν δαιμονιῶντα. Εἰς τὰς ὕβρεις ταύτας ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος· «Παιδίον εἶσαι καὶ ὡς παιδίον λαλεῖς!». Ὁ Πατριάρχης, εἰς πάντα ταῦτα ἐσιώπα, βλέπων ὅτι οἱ πολλοὶ δὲν ἠδύναντο νὰ ἐπιστομίσουν τὸν ἕνα καὶ μόνον.
Τὴν ἑπομένην συνῆλθον ἐκ νέου ἅπαντες καὶ πάλιν ἡ συζήτησις περὶ ἑνώσεως ἤναψε. Θελήσαντος δὲ τοῦ Ἁγίου νὰ ἀναγνώσῃ μέρος ἐκ τῶν λόγων τοῦ Καβάσιλα [13], οἱ λατινόφρονες τὸν ἠμπόδιζον λέγοντες ὅτι οὗτος εἶναι σχισματικὸς καὶ ὅτι θέλουν νὰ ἀναγινώσκωνται ἑνωτικοὶ καὶ ὄχι σχισματικοί.
Θλῖψις καὶ σιωπὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου διὰ τὴν γενικὴν τῶν Ἀνατολικῶν κατάπτωσιν.
Ἀγανακτήσας ὁ θεῖος Μάρκος διὰ τὴν ἀναίδειαν καὶ τὸ θράσος αὐτῶν καὶ βλέπων ὅτι πάντες σχεδὸν ἦσαν ἕτοιμοι νὰ παραδοθῶσιν εἰς τὸν λατινισμὸν ἐσιώπησε καὶ εἰς καμμίαν ἀπὸ τὰς μετέπειτα συνελεύσεις δὲν ἔλαβε πλέον τὸν λόγον. Ἀλλ’ ἄν καὶ ἐσίγησε τὸ θεῖον ἐκεῖνο στόμα, τὸ τέλος θὰ δείξῃ εἰς ἡμᾶς τὸν Ἅγιον νικητὴν καὶ τροπαιοῦχον.
Ἀφοῦ ἔπαυσεν ὁ Ἅγιος Μάρκος, εἰς ἄλλην συνέλευσιν ὁ Νικαίας ἀνέγνωσε τὰ ὑπὸ τοῦ Βέκκου συντεθέντα διεφθαρμένα ρητὰ τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα ἀμέσως ὁ Πατριάρχης Ἰωσὴφ ἐδέχθη ὡς γνήσια καὶ ἐδέχθη καὶ τὸ «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» μὲ ἄλλους δέκα Ἀρχιερεῖς. Εἰς τοῦτο ἀντετάχθησαν ὁ Ἡρακλείας Ἀντώνιος, ὁ Μονεμβασίας Δοσίθεος καὶ ὁ Ἀγχιάλου Σωφρόνιος. Ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς ἐπέμενεν εἰς τὴν ἕνωσιν, προβάλλων τὸν κίνδυνον τῆς πατρίδος καὶ εἰς τὸ τέλος πάντες ἐκρημνίσθησαν εἰς τὸ βάραθρον τοῦ λατινισμοῦ, ἄλλοι μὲ ἀπειλάς, ἄλλοι μὲ κολακείας καὶ ἐλπίδας, καὶ ἄλλοι μὲ τραπέζας ἁβράς. Ὁ δὲ κακομήχανος Πατριάρχης, προσκαλεσάμενος τοὺς ἀντιλέγοντας ἀκόμη, κατώρθωσε νὰ τοὺς παρασύρῃ μὲ τὴν γνώμην του. Τέλος προσεκάλεσε καὶ τὸν Ἅγιον Μάρκον καὶ ἤρχισε νὰ τὸν παρακαλῇ νὰ συμφωνήσῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν ἕνωσιν, διὰ τὴν ὠφέλειαν τοῦ Γένους ἡμῶν. Πλὴν δὲν εὗρε κάλαμον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου σαλευόμενον, ἀλλὰ μᾶλλον ψυχὴν ἀδαμαντίνην καὶ ἀνένδοτον.