Τὰ ἐν τῇ Φλωρεντινῇ ψευδοσυνόδῳ κατὰ Λατίνων ὑπερφυᾶ κατορθώματα τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΜΑΡΚΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ.

Ἀφοῦ συνεφωνήθησαν ταῦτα, ἀπέθανεν αἰφνιδίως τὴν 10ην Ἰουνίου 1439, καθ’ ἣν στιγμὴν ἡτοιμάζετο νὰ ὑπογράψῃ τὸν ὅρον ὁ Πατριάρχης. Ἐκεῖ ἔνθα ἔτρωγεν, ὡς λέγει ὁ ἱστορικὸς Συρόπουλος, κόπρος ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ ἀπέβαλε τὴν ψυχὴν πρὶν τελειώσῃ ἡ Σύνοδος, ταφεὶς εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Μοναστηρίου τῶν Δομινικανῶν τῆς Ἁγίας Μαρίας, τὸν ἐπιλεγόμενον τῆς Νοβέλλας. Ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου διεπραγματεύετο πλέον τὴν ὑπογραφὴν τοῦ ὅρου μόνος ὁ βασιλεύς, ἔχων συνεργοὺς τὸν Ρωσίας, τὸν Νικαίας καὶ τὸν μέγαν Πρωτοσύγκελλον.

 

Ὑπογραφὴ τοῦ ὅρου. Τίνες ὑπέγραψαν καὶ τίνες ἠρνήθησαν.

Ἀπεφασίσθη ὅθεν νὰ ὑπογραφῇ ἡ ἕνωσις. Μόνος ὁ Ἅγιος Μάρκος ἐκάθητο σιωπῶν καὶ ἀλγῶν διὰ τὰ γενόμενα. Μαθὼν δὲ ὅτι θὰ ἐκάλουν καὶ αὐτὸν νὰ ὑπογράψῃ, παρεκάλεσε τὸν βασιλέα διὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Δημητρίου νὰ μὴ ἐπιμείνῃ εἰς τοῦτο, διότι δὲν πρόκειται νὰ ὑπογράψῃ ἔστω καὶ ἂν κινδυνεύσῃ τὴν ζωήν του, παρεκάλεσε δὲ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα χωρὶς κανένα κίνδυνον.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς καὶ γνωρίζων πρῶτον μὲν ὅτι ὁ Ἅγιος ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ θὰ ὑπέγραφε καὶ ὅτι ἂν μετεχειρίζετο βίαν θὰ ἐμισεῖτο καὶ θὰ ἐδυσφημεῖτο ὡς τυραννικός, καὶ τρίτον ὅτι θὰ ἐκηρύττετο πανταχοῦ ὅτι ἐκακομεταχειρίσθη τὸν Ἔξαρχον τῆς Συνόδου καὶ Τοποτηρητὴν τῶν Ἀνατολικῶν Θρόνων, ὑπεσχέθη ὅτι δὲν θὰ ἀναγκάσῃ αὐτὸν νὰ ὑπογράψῃ καὶ ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ ἀσφαλὴς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.

Τέσσαρας ἡμέρας μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Πατριάρχου, ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως Δημήτριος ἀπῆλθεν εἰς Βενετίαν, ἵνα μὴ ὑπογράψῃ τὸν ὅρον, ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ Γεώργιον τὸν Σχολάριον, ἤτοι τὸν μετέπειτα Πατριάρχην Γεννάδιον καὶ Γεώργιον τὸν Γεμιστόν.

Ὁ ὅρος συνετάχθη ὑπό τινος Λατίνου Μοναχοῦ, Ἀμβροσίου καλουμένου, ὑπέγραψαν δὲ τοῦτον ἐκ τῶν Ἑλλήνων δέκα ὀκτὼ Ἀρχιερεῖς καὶ ἕνδεκα Κληρικοί, δακρύοντες οἱ περισσότεροι. Δὲν ὑπέγραψαν ὁ Ἔξαρχος τῆς Συνόδου καὶ Τοποτηρητὴς τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν Ἅγιος Μάρκος, ὁ Σταυρουπόλεως Ἡσαΐας, ἀναχωρήσας κρυφίως εἰς Βενετίαν, ἵνα μὴ φονευθῇ ὑπὸ τῶν Λατίνων [14], ὁ Ἰβηρίας, προσποιηθεὶς τὸν παράφρονα, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Ἰωάννης ὁ Εὐγενικός, Διάκονος καὶ Ἀρχιφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ὅστις μάλιστα καὶ λόγον κατὰ τοῦ βλασφήμου λιβέλλου ἔγραψεν. Οὔτε τὸ ὄνομα τοῦ Λακεδαιμονίας ὑπάρχει εἰς τὰς ὑπογραφὰς τοῦ ὅρου.


Ὑποσημειώσεις

[1] Περὶ τῆς Ἁγίας ταύτης Συνόδου καὶ τῶν προοιμίων τοῦ σχίσματος γενικώτερον βλέπε ἐν τῷ Βίῳ τοῦ Ἁγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τῇ ϛ’ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, ἐν τόμῳ Β’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[2] Βλέπε περὶ τῶν γεγονότων τούτων εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἐπισκόπου Ἀχρίδος, τῇ κβ’ (22ᾳ) τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου, ἐν τόμῳ ΙΑ’ τοῦ ἡμετέρου «Μεγάλου Συναξαριστοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

[3] Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, εἰς τὰ Προλεγόμενα, σελ. η’.

[4] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 55.

[5] Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Κ. Δημητρακόπουλος, σελ. 109, ἔκδοσις Λειψίας.

[6] Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου, σελ. 903.

[7] Λίβελλος σημαίνει ὑπόμνημα, ἔγγραφον εἰς τὸ ὁποῖον ἀναπτύσσονται αἱ ἀπόψεις διὰ κάποιον σπουδαῖον ζήτημα.

[8] Τρεῖς ἀπαντήσεις τοῦ Ἁγίου Μάρκου πρὸς τοὺς παρὰ Λατίνων εἰρημένους λόγους περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς ἀπόκεινται ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ τῆς Μόσχας ὑπ’ ἀριθ. 268 καὶ 394. Αἱ δύο τῶν ἀπαντήσεων τούτων εὑρίσκονται καὶ ἐν τῇ Βιβιοθήκῃ τῶν Παρισίων, αἵτινες ἐσφαλμένως ἐπιγράφονται εἰς τὸ ὄνομα Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου (Συρόπ. σελ. 135).

[9] Διηγεῖται τοῦτο καὶ ὁ μέγας Ἐκκλησιάρχης Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος, λέγων ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ ἀκούσαντες τοῦτο ἐγέλασαν μεγάλως, ὅθεν παντελῶς δὲν ἀνέφερον αὐτὸ πλέον οἱ Λατῖνοι, εἰς καμμίαν διάλεξιν.

[10] Εἰς ταύτην τὴν ὁμολογίαν πρόσεχε καλῶς, ἀναγνῶστα, διότι εἶναι ἀκριβεστάτη καὶ ἀρκεῖ ἀντὶ πάντων κατὰ τῶν κακοδόξων παπιστῶν.

[11] Βλέπε ὑποσημείωσιν σελ. 597.

[12] Συρόπουλος, σελ. 211.

[13] Καβάσιλας Νεῖλος, Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ἀκμάσας περὶ τὸ 1360. Εἶναι ἐπίσημος διὰ τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Λατίνων, συγγράψας τὸ περὶ «Ἀρχῆς τοῦ Πάπα» σύγγραμμα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγραψε περὶ τῆς διαιρέσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, περὶ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

[14] Συρόπουλος, σελ. 343.

[15] Συρόπουλ. σελ. 304.

[16] Νεκτάριος Ἱεροσολύμων, σελ. 236 καὶ 237.

[17] Δοσίθεος Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, σελ. 581.

[18] Κόθορνος· ὑπόδημα ἐφαρμοζόμενον εἰς ἀμφοτέρους τοὺς πόδας· ἀκολούθως ἄνθρωπος διπρόσωπος καὶ εὐμετάβολος.

[19] Ἡ ἔκθεσις αὕτη τῆς πίστεως εὑρέθη μεταγενεστέρως ἐν Κωνσταντινουπόλει σεσαθρωμένη καὶ μόλις ἀναγνωσθεῖσα, ἥτις μετεγράφη παρὰ τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κυρίου Νεκταρίου ἐν τῷ Συνταγματίῳ αὑτοῦ, σελ. 231.