Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

Στρέφων λοιπὸν μὲ τὴν διάνοιάν του εἰς τὸν Ἀπόστολον καὶ χύνων δάκρυα παρακλητικά, λέγει συνομιλῶν νοερῶς μὲ αὐτὸν καὶ παρακαλῶν αὐτὸν ὁλοψύχως μὲ τὰ κινήματα τῆς καρδίας του καὶ ὄχι μὲ τὰς φωνὰς τῶν χειλέων του· «Σὺ μέν, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔζης εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, ἐδιάλεξες τὴν πτωχείαν καὶ ἐκ τῆς ἰδίας σου προαιρέσεως καὶ ἐκ τῆς ἐντολῆς τοῦ Διδασκάλου σου, ἥτις σὲ ἐπρόσταζε νὰ εἶσαι ὄχι μόνον χωρὶς χρυσίον καὶ ἀργύριον, ἀλλὰ καὶ χωρὶς χαλκόν. Καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἀπεδίωξας καὶ τὸ ἀργύριον τοῦ Σίμωνος μάγου, καὶ τὸ κατηράσθης ὁμοῦ μὲ τὸν Σίμωνα, ὅστις τὸ ἐπρόσφερε. Καὶ πολλάκις μὲ τὰς διδασκαλίας σου κατηγόρησας τὸ χρυσίον· καὶ μαζὶ μὲ τὸν Διδάσκαλόν σου μακαρίσας τοὺς πτωχοὺς ἔδωκας τὴν γνώμην, ὅτι εὐκολώτερον εἶναι νὰ διέλθῃ ἡ κάμιλος (σχοινίον χονδρὸν) διὰ μέσου τῆς ὀπῆς τῆς βελόνης, παρὰ νὰ εἰσέλθῃ πλούσιος εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Καὶ ἐὰν κανένας ἀπὸ τοὺς πιστεύοντας ἤθελε προσφέρει εἰς σὲ χρυσίον ἢ ἀργύριον, τὸ ἔδιδες εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά, εἰς δὲ τὸν ἑαυτόν σου ἐπρόκρινες τὴν πενίαν καὶ τὴν πτωχείαν, τὸ κήρυγμα καὶ τὰς μάστιγας καὶ τοὺς ραβδισμούς, ποὺ ἐδοκίμαζες διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα μὲν εἶχες ὅταν ἦσο ζῶν· τώρα δέ, ὅτε πλέον εἶσαι νεκρός, σὺ μὲν φορεῖς ὑποδήματα καταχρυσωμένα καὶ φορέματα ἀπαστράπτοντα ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια καὶ τοὺς μαργαρίτας. Ἐγὼ δέ, ὅστις χθὲς καὶ προχθὲς ἐφαινόμην ὅτι εἶμαι πλουσιώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τώρα ταλαιπωροῦμαι πολὺ ἀπὸ τὴν πτωχείαν καὶ τὴν πεῖναν καὶ ἐρχόμενος εἰς τοὺς πλουσίους ζητῶ νὰ εὕρω καμμίαν παρηγορίαν τῆς πτωχείας μου. Καὶ οὐδεὶς κἂν εὑρέθη ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μοῦ δώσῃ καλὴν ἐλπίδα, ἀλλ’ ὁ μὲν εἶς ἀπὸ αὐτοὺς οὐδὲ ἐγύρισε τελείως νὰ μὲ κοιτάξῃ, ἄλλος δὲ μὲ ἐκοίταξεν, ὅμως δὲν ἔδωκεν ἀκρόασιν εἰς τὴν παράκλησίν μου, καὶ ἄλλος πάλιν ἀκούων τὴν αἴτησίν μου ταύτην εὐθὺς ἀπέφυγεν».

«Ἐπειδὴ λοιπὸν ἀπηλπίσθην ἀπὸ ὃλους τοὺς ἀνθρώπους, ἔρχομαι εἰς τοὺς ἱερούς σου πόδας, καὶ δανεισάμενος ἀπο τὸν Μωϋσῆν τὴν θείαν ἐκείνην φωνήν, λέγω σοι· «Λῦσόν μοι τὸ ὑπόδημα τοῦ ἑνός σου ποδὸς καὶ δός μοί το διὰ νὰ μὲ ἐνδύσῃ ἔνδυμα σωτηρίου». Ἠξεύρεις πολὺ καλά, θεῖε Ἀπόστολε, τὰς συμφορὰς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ναυαγοῦν· διότι καὶ σὺ μὲ τὰ πλοῖα καὶ τὴν θάλασσαν ἠσχολεῖσο καὶ πολλάκις