Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

Σιωπῶ δὲ καὶ ὃλα τὰ ἄλλα θαυμάσια, τὰ ὁποῖα διηγεῖται περὶ τούτου ὁ θεῖος Κλήμης, ὁ τοῦ Πέτρου μαθητὴς καὶ διάδοχος. Εὰν δὲ θελήσω νὰ ἀριθμήσω ἕνα πρὸς ἕνα τὰ κατορθώματα τοῦ Ἀποστόλου καὶ νὰ διηγοῦμαι κατὰ ἀκρίβειαν αὐτά, δὲν θέλει μὲ φθάσει ὄχι μόνον ἡ ἡμέρα, ἀλλ’ οὐδὲ ὅλος ὁ αἰών. Λοιπὸν ἂν σᾶς φαίνεται εὔλογον, πρέπει νὰ ἀφήσωμεν ὃλα αὐτὰ κατὰ τὸ παρὸν καὶ νὰ τὰ διηγηθῶμεν εἰς ἄλλον λόγον. Καὶ πρὸς τούτοις ἀκόμη νὰ ἀφήσωμεν καὶ τοὺς δρόμους τοῦ Κορυφαίου, τοὺς ὁποίους ἔκαμεν εἰς τὴν Ρώμην, καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ παθήματα αὐτοῦ, ἢτοι τὰς διδασκαλίας, τὰς θαυματουργίας, τὰς διαλέξεις μὲ τὸν Σίμωνα τὸν μάγον, καὶ τέλος πάντων νὰ ἀφήσωμεν καὶ τὸν Σταυρόν, εἰς τὸν ὁποῖον ἐσταυρώθη κατωκέφαλα καὶ τὸν θάνατον αὐτοῦ. Ὅλα ταῦτα νὰ τὰ σιωπήσωμεν καὶ νὰ ἔλθωμεν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου· ἤτοι νὰ ὁμιλήσωμεν, ὅσον εἶναι δυνατόν, διὰ τὴν Ἅλυσιν τοῦ θείου τούτου Ἀποστόλου Πέτρου ἤ μᾶλλον εἰπεῖν νὰ θεωρήσωμεν μὲ τὸν νοῦν μας τὸν Ἀπόστολον, πῶς εἶναι ἁλυσοδεμένος καὶ κλεισμένος μέσα εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ πάλιν πῶς λύεται ἀπὸ τὴν Ἅλυσιν καὶ ἐκβάλλεται ἀπὸ τὴν φυλακὴν διὰ θείου Ἀγγέλου καὶ ὁδηγεῖται μὲ ἐλευθέρους πόδας, ἢ νὰ εἴπω οἰκειότερον, νὰ μετακομίσωμεν αὐτὴν τὴν σεπτὴν Ἅλυσιν τοῦ Ἀποστόλου ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Ρώμην εἰς τὴν Νέαν, ἤτοι τὴν Κωνσταντινούπολιν.

Τὸ μὲν νεκρὸν σῶμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὕστερον ἀπὸ τὸ κοσμοσωτήριον πάθος καὶ τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον ὑπέμεινε διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, τὸ ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον ὁ Εὐσχήμων Ἰωσήφ, καὶ καταβιβάζων αὐτὸ ἀπὸ τὸν Σταυρὸν εὐλαβῶς καὶ εὐσχημόνως καὶ ἀλείψας μὲ μύρα μεγαλοπρεπῆ καὶ τυλίξας αὐτὸ μέσα εἰς καθαρὰν σινδόνα, τὸ ἐνεταφίασεν εἰς καινὸν μνημεῖον. Τὸ δὲ νεκρὸν σῶμα τοῦ Κορυφαίου δὲν τὸ ἐζήτησέ τις ἀπὸ τὸν Νέρωνα διὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσῃ, ὕστερον ἀπὸ τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον ἔλαβεν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν. Ἀλλὰ τινὲς εὐλαβεῖς, βλέποντες αὐτὸ τοιουτοτρόπως ἠμελημένον καὶ παραπεταμένον, τὸ ἐπῆραν κρυφίως καὶ βάλλοντες αὐτὸ εἰς ἕνα μελισσοκόφινον τὸ θάπτουσι κάτω εἰς τὴν γῆν, φοβούμενοι, ὡς νομίζω, τὴν φονικὴν καὶ ἀπάνθρωπον γνώμην τῶν εἰδωλολατρῶν, μήπως καὶ κινηθοῦν ἐναντίον καὶ αὐτῶν τῶν ἀψύχων ὀστέων καὶ λειψάνων τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἢ τὰ παραδώσουν εἰς τὸ πῦρ διὰ νὰ τὰ καύσουν ἢ τὰ ρίψουν εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, καὶ οὕτω ζημιώσουν τοὺς Χριστιανοὺς ἕνα τόσον μέγαν θησαυρόν.