Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

Ὡρισμένον λοιπὸν καιρὸν εἶχεν ἡ γῆ εἰς τοὺς κόλπους της τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου κεκρυμμένον μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ μελισσοκόφινον, διότι ἔπρεπεν αὐτός, ὅστις ὠνομάσθη ἀπὸ τὸν Διδάσκαλόν του πέτρα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ᾠκοδόμησε τὴν Ἐκκλησίαν του, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν ἀρχιτεκτόνων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι βάλλουν τὰ θεμέλια εἰς τὰς οἰκοδομάς, ἔπρεπε, λέγω, αὐτὸς ὡς πέτρα τῆς πίστεως νὰ βαλθῇ πρότερον ὡς θεμέλιον κάτω εἰς τὴν γῆν. Ἀλλ’ ἐπειδὴ πάλιν ἦτο ἀνάγκη ἡ τοιαύτη πηγὴ τοῦ μέλιτος νὰ ἀναβρύσῃ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ ἀπὸ τὰ ὑπόγεια νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς τὸ μάννα, μὲ ἀντίστροφον ὅμως τρόπον ἀπὸ τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο μάννα, ὅτι ἐκεῖνο μὲν ἤρχετο ἀπὸ τὰ ἄνω εἰς τοὺς κάτω τοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσέως, τοῦτο δὲ ἀνέβρυσεν ἐκ τῶν κάτω, διὰ τοῦτο φανερώνεται πάλιν εἰς τὸν ἥλιον τὸ πρῴην κεκρυμμένον, καὶ μὲ ἕνα σεισμὸν θαυμάσιον ἀναβιβάζει ἡ γῆ ἔξω τὸ λείψανον τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν πλέον εἰρήνευσεν ὀλίγον ὁ πόλεμος τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀρχίζει πάλιν νὰ ἀναλάμπῃ εἰς τὸν κόσμον ὁ πρωτοκήρυξ τοῦ Εὐαγγελίου μαζὶ μὲ τὸ κήρυγμα καὶ νὰ συνανίσταται μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, μὲ τὸν ὁποῖον καὶ συνετάφη.

Ἀφοῦ ἔπαυσεν ὁ διωγμός, καὶ ἐβασίλευσεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἐξήγαγον οἱ εὐσεβεῖς ἀπὸ τὸν τάφον τὸ λείψανον τοῦ Κορυφαίου καὶ οἰκοδομήσαντες εἰς τὸ ὄνομά του Ναὸν λαμπρόν, καὶ ἐπάνω εἰς τὸ ἀνώτερον μέρος τοῦ Ναοῦ κατασκευάσαντες μὲ τόξα τόπον ἄσυλον ἐνδότατον, δηλαδὴ μέρος ἀπόκρυφον, ὅμοιον μὲ βῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἦτο δυνατὸν εἰς ὃλους νὰ ἐμβαίνουν, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ βῆμα οἰκοδομήσαντες καὶ ἕνα θρόνον, ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν θρόνον καθίζουσι τὸ ἅγιον λείψανον, φανερώνοντες, καθὼς νομίζω, διὰ μέσου τοῦ θρόνου καὶ τῆς καθέδρας ταῦτα τὰ δύο: Δηλαδὴ ὃτι ὁ καθήμενος εἶναι ζῶν ἐν Χριστῷ ἂν καὶ κατὰ τὸν νόμον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπέθανε, καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις εἰς τὴν μέλλουσαν παγκόσμιον κρίσιν μέλλει νὰ καθίσῃ εἰς τὸν πρῶτον τῶν δώδεκα ἐκείνων θρόνων τῶν Ἀποστολικῶν καὶ νὰ κρίνῃ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ εἰς μὲν τοὺς Γαλιλαίους, οἵτινες εἰς τὸν καιρὸν τῆς Ἀναλήψεως ἐθαύμαζον τὴν μετὰ σαρκὸς ἀνάβασιν εἰς τοὺς οὐρανοὺς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, αἱ οὐράνιαι τῶν Ἀγγέλων δυνάμεις ἔλεγον· «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί θαυμάζετε, βλέποντες τὸν Ἰησοῦν, ὅστις ἀναβαίνει εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ τί μένετε ἐκστατικοὶ εἰς τὸ καινὸν καὶ παράδοξον τῆς ἀναβάσεως, βλέποντες σῶμα ὅπερ ἀνέρχεται ὑψηλὰ χωρὶς κανένα βάρος καὶ