[Συγγραφεὶς κατ’ ἀποκάλυψιν τοῦ θείου Ἀποστόλου Πέτρου ὑπὸ Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου, τοῦ γνωστοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα Πτωχοπρόδρομος, ἀκμάσαντος κατὰ τὰ μέσα τοῦ ΙΒ’ αἰωνος, μεταφρασθεὶς δὲ εἰς τὴν ἁπλῆν ἑλληνικὴν ὑπὸ τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ καταχωρισθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὸ «Νέον Ἐκλόγιον», ἐξ οὗ μεταφέρεται ἐνταῦθα ἐλαφρῶς διασκευασθεὶς κατὰ τὴν φράσιν.]
ΜΕΓΑΣ εἶναι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, διότι καὶ τὶ ἄλλο εἶναι εἰμὴ αὐτὴ αὕτη ἡ ὑπερτάτη κορυφὴ καὶ ἀκρόπολις ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Μέγας τῇ ἀληθείᾳ εἶναι ὁ Απόστολος Πέτρος καὶ δύσκολον εἶναι ἀνθρωπίνη γλῶσσα νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ καθὼς πρέπει. Λοιπὸν οὐδὲ ἐγὼ ἠδυνάμην ποτὲ νὰ ἔλθω εἰς τόσην τόλμην, ὥστε νὰ θελήσω, ἀνάξιος καὶ ἀκάθαρτος ὤν, νὰ συγγράψω λόγον εἰς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον καὶ εἰς τὰ θαύματά του, ἂν μὴ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν ἤθελε φανῆ εἰς τὸ ὅραμά μου, νὰ μὲ παρακινήσῃ εἰς τοῦτο καὶ νὰ μὲ ἐμψυχώσῃ, ὅτε ἤμην πολλὰ πεφοβισμένος, καθὼς ἦτο πρέπον, καὶ ἠμέλουν, μὴ δυνάμενος νὰ λάβω θάρρος εἰς αὐτὸν τὸν ἀγῶνα. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὸ ὅραμα ἐκεῖνο ἔλαβον αἰτίαν, καὶ ὡς νὰ ἐδέχθην ἰσχὺν καὶ θάρρος εἰς τὸν λογισμόν μου, διὰ τοῦτο ἀποτολμῶ νὰ σᾶς ὁμιλήσω σήμερον διὰ τὴν Ἅλυσιν τοῦ Ἀποστόλου καὶ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον μετεκομίσθη αὕτη ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Ρώμην εἰς τὴν Νέαν, ἤτοι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Διότι καλὸν εἶναι, καθὼς λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, καὶ νὰ τὸ δείξω μικρὰν παραίτησιν εἰς τοῦτον τὸν λόγον διὰ τὴν ἰδικήν μου ἀσθένειαν καὶ πάλιν νὰ προσδράμω ἑτοίμως εἰς τὸν Ἀπόστολον, ὅστις μὲ προσεκάλεσε, διὰ τὴν δύναμιν τοῦ καλοῦντος.
Λοιπὸν οὗτος ὁ μέγας καὶ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Πέτρος, ποῖος ἦτο κατὰ τὸ γένος καὶ κατὰ τὴν τάξιν καὶ τὴν τέχνην; Ὅτι ἦτο, λέγω, Ἰουδαῖος καὶ πτωχὸς ἁλιεὺς καὶ ὅτι προσεκλήθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τὸ νὰ γίνῃ μαθητής του, ὅτι ἄφησεν ὅθεν εὐθὺς τὰ πάντα καὶ ἠκολούθησε κατόπιν τοῦ καλέσαντος Ἰησοῦ, γενόμενος, ὡς ἐγὼ νομίζω, τύπος καὶ παράδειγμα τῆς τελείας ἀποταγῆς καὶ ἀπαρνήσεως τοῦ κόσμου, δι’ ἐκείνους οἵτινες μεταβαίνουν ἀπὸ τὴν ἁλμυρὰν καὶ πικρὰν θάλασσαν τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἀπὸ τὰ δίκτυα τοῦ διαβόλου εἰς τὴν γλυκύτητα καὶ ἁπλότητα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ταῦτα, λέγω, εἶναι περιττὸν νὰ τὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν παρόντα λόγον, ὄχι μόνον διότι εἶναι γνωστὰ εἰς πάντας, ἀλλὰ καὶ διότι εἶναι ἔξω τῆς προκειμένης ὑποθέσεως. Καὶ πρὸς τούτοις περιττὸν εἷναι νὰ διηγοῦμαι πόσον ζῆλον καὶ πόσην θερμότητα ἀγάπης εἶχεν εἰς τὸν διδάσκαλόν του Χριστόν, καὶ πόσα ἄλλα