ὁ Πάπας καὶ ἐκτύπα μὲ τὸ μέτωπόν του τὰς θύρας τοῦ ἀδύτου, ἐπικαλούμενος τὴν βοήθειαν τοῦ Ἀποστόλου. Καὶ ὢ τῆς ταχείας συμπαθίας σου, Κορυφαῖε τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ Πέτρε! Παρευθὺς κόπτεις τὰς σφραγῖδας, ξεκλειδώνεις τὰς κλεῖδας, ἀνοίγεις τὰς θύρας καὶ εἰσάγεις μέσα τὸν δέσμιον. Τὸν γλυτώνεις ἀπὸ τὸν δεσμὸν τῆς Ἁλύσεως, τὸν ἐλευθερώνεις ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του καὶ τὸν κάμνεις νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν οἶκόν του χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος. Διότι ἐάν σοι ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰς κλεῖδας τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ἀνοίγεις μὲ ταύτας, ὁσάκις θέλεις καὶ εἰς ὅσους θέλεις, τί παράδοξον εἶναι ἀνίσως καὶ τὰς θύρας τοῦ ἱεροῦ τούτου τόπου, ὅστις εἶναι τριγύρω εἰς σέ, τὰς κλείεις μὲν δικαίως εἰς τοὺς ἀναξίους, τὰς ἀνοίγεις δὲ πρεπωδέστατα εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκαθαρίσθησαν διὰ τῆς μετανοίας; Καὶ τότε μὲν ὁ Πάπας θεόθεν κινηθεὶς ᾠκονόμησε τοῦτο, τὸ ὁποῖον εἴπομεν εἰς ἐκεῖνον τὸν Χριστιανόν. Εἰς δὲ τὸ ἑξῆς ἔγινε τοῦτο νόμος ἀπαραχάρακτος. Καὶ εἰς μὲν τὸν Πάπαν ἔγινε τύπος κανονισμοῦ, εἰς δὲ τοὺς ἐξομολογουμένους Χριστιανοὺς ἔγινε τρόπος πληροφορίας, ὅτι οὕτω λαμβάνουν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.
Καὶ ταῦτα μὲν οὕτω πρέπει δὲ νὰ προσέχετε καλῶς μὲ τὸν νοῦν σας εἰς τὴν διήγησιν, διότι ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς ἔχω νὰ σᾶς εἴπω ἕνα χαριέστατον διήγημα. Ἡ φήμη τοῦ θαύματος ἐκείνου, τὸ ὁποῖον εἴπομεν, ἠκούσθη τότε εἰς ὅλα τὰ μέρη, ἅτινα εἶναι πέριξ τῆς Ρώμης. Τότε ἕνας ἄλλος Χριστιανός, πλούσιος μὲν κατὰ τὴν τάξιν, ἔμπορος δὲ κατὰ τὸ ἐπάγγελμα, ἐμπορευόμενος εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὰ πλοῖα, ἀπὸ πολύπλουτος ποὺ ἦτο, ἔγινε πάμπτωχος, ἐπειδὴ ἡ θάλασσα κατέπιεν ὅλον τὸν πλοῦτόν του. Διότι τοιοῦτον εἰναι τὸ ἰδίωμα τῆς θαλάσσης, νὰ πλουτίζῃ γρήγορα τοὺς ἀνθρώπους καὶ πάλιν γρήγορα νὰ τοὺς πτωχεύῃ. Ἐκεῖνος λοιπὸν ὁ Χριστιανὸς περιπεσών, ὡς εἶπον, εἰς πολλὰς τρικυμίας τῆς θαλάσσης, καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας διασώσας τὸν ἑαυτόν του, δοκιμάζει ἄλλην τρικυμίαν εἰς τοὺς λογισμοὺς διὰ μέσου τῶν φροντίδων, μὴ δυνάμενος πόθεν καὶ ἀπὸ ποῖον νὰ ἐξοικονομήσῃ τὰ πρὸς συντήρησιν τόσον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ὅσον καὶ διὰ τὴν οἰκογένειάν του. Ὅθεν ἀφοῦ ἐσυλλογίσθη κάθε ἐφεύρεσιν καὶ ἀπὸ πουθενὰ δὲν εὕρισκε παρηγορίαν τῆς δυστυχίας του, τέλος ἐνθυμεῖται τὴν Ἅλυσιν τοῦ Ἀποστόλου, καὶ τὸ θαῦμα ὲκεῖνο τὸ ὁποῖον γίνεται μὲ αὐτήν, καὶ ἀποτυπώνει εἰς τὴν φαντασίαν του τὸ λείψανον τοῦ Κορυφαίου καὶ τὴν στολὴν τὴν ὁποίαν τοῦ ἔχουν φορέσει, καὶ τὰ ὑποδήματα ἐκεῖνα τὰ πολύτιμα, καὶ τὸ χρυσίον τὸ ὁποῖον αὐτὰ ἔχουν κάτωθεν καὶ τὰ μαργαριτάρια ἅτινα ἔχουν ἄνωθεν.