ἐδοκίμασες θαλασσοταραχάς, καὶ δύο φορὰς ἐκινδύνευσες νὰ πνιγῇς. Μίαν δὲ φοράν, ὅτε ἦσο ὁμοῦ μὲ τὸν Διδάσκαλόν σου Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ ἐκοιμᾶτο μέσα εἰς τὸ πλοῖόν σου καὶ ἐφοβήθης μαζὶ μὲ τοὺς λοιποὺς Μαθητὰς τὸν θάνατον, διὰ τοῦτο ἔτρεξες καὶ ἐξύπνησες τὸν Ἰησοῦν διὰ νὰ σᾶς λυτρώσῃ. Ἄλλην πάλιν φοράν, ὅταν ἔρριψες τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ ὑπαντήσῃς τὸν Διδάσκαλόν σου, καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ καταποντισθῇς, ἂν δὲν ἐπρόφθανεν ὁ Ἰησοῦς νὰ σοῦ δώσῃ χεῖρα βοηθείας καὶ νὰ σὲ λυτρώσῃ. Ἐγὼ δὲ σοῦ ζητῶ αὐτὸ τὸ ὑπόδημα ὄχι χάριν καὶ δωρεάν, ἀλλὰ δανεικόν. Διότι ἐὰν μοῦ τὸ δώσῃς καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πραγματευθῶ πάλιν, εἶμαι βέβαιος ὅτι θέλω κάμει εὐτυχισμένον ταξίδι· οὕτως ἐγὼ μὲν θέλω ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν τρικυμίαν τῆς πτωχείας, σὺ δὲ θέλεις λάβει τὸ χρέος μὲ τὸ διάφορόν του, διότι ἐρχόμενος σὺν Θεῷ ἀπὸ τὸ ταξίδι θέλω ἀποδώσει εἰς σὲ τὸ ὑπόδημα λαμπρότερον καὶ πολὺ τιμιώτερον. Ὁ δὲ ποὺς ὁ ἰδικός σου, ὅστις εἰς τὸ μεταξὺ διάστημα θέλει μείνει ἀνυπόδητος, οὔτε θέλει κρυώσει, οὔτε θέλει τρυπηθῆ ἀπὸ ἀκάνθας, ἀλλ’ οὐδὲ θέλει σκοντάψει εἰς πέτραν οὐδὲ θέλει μολυνθῆ ἀπὸ πηλόν. Διότι ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκεσαι ἀπὸ ἐπάνω εἶναι καλὰ σκεπασμένος καὶ ὑποκάτω τὸ ἔδαφος εἶναι στρωμένον μὲ λαμπρὰς πλάκας. Μάλιστα σὺ ἐτελείωσες πρὸ πολλοῦ τοὺς ἐπιγείους δρόμους καὶ δὲν εἶναι κανένα αἴτιον τὸ ὁποῖον νὰ σὲ βιάζῃ εἰς ὁδοιπορίαν, καὶ νὰ μὴ σὲ ἀφήνῃ νὰ ἡσυχάζῃς καὶ νὰ μένῃς ἀκίνητος».
Αὐτὰ ἔλεγεν ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος ἔμπορος· καὶ ἐπειδὴ ὁ νόμος τῆς ἀνάγκης εἶναι ἐφευρετικώτατος ἁπάντων, διὰ τοῦτο αὐτὸς ἐπρόλαβε καὶ ἔλεγε καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἦτο δυνατὸν νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ ἄδυτον ἐκεῖνο βῆμα οὕτω λέγων· «Ἐὰν καὶ ὁρίσῃς, ὦ Πρωταπόστολε, ἐγὼ θέλω προσποιηθῆ ὅτι ἥμαρτον θανασίμως, καὶ θέλω ὑπάγει εἰς τὸν Πάπαν, νὰ ἐξομολογηθῶ ψευδῶς εἰς αὐτόν, ὅτι ἔκαμον θανάσιμον ἁμαρτίαν. Αὐτός, ἠξεύρω καλά, ὅτι θέλει κανονίσει, κατὰ τὴν συνήθειαν, νὰ δεθῶ μὲ τὴν ἅλυσίν σου καὶ νὰ κτυπήσω μὲ τὴν κεφαλὴν τὰς θύρας τοῦ ἀδύτου σου. Τότε πλέον ἔργον τῆς ἰδικῆς σου φιλανθρωπίας καὶ συμπαθείας θέλει εἶναι τὸ νὰ ἀνοίξῃς εἰς ἐμὲ τὴν θύραν σου, καὶ νὰ μὲ δεχθῇς νὰ ἔμβω μέσα, καὶ νὰ καταδεχθῇς τὴν κλοπὴν τοῦ ἱεροῦ σου ὑποδήματος». Ταῦτα λέγων ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος μετὰ δακρύων εἰς τὸν Ἀπόστολον ἀπεκοιμήθη καὶ ἰδοὺ εἰς τὸν ὕπνον του φαίνεται ὁ Ἀπόστολος, καὶ τὸν προστάσσει νὰ ἐκτελέσῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τοῦ ἔλεγε. Ἔρχεται λοιπὸν εἰς τὸν τότε Πάπαν ὁ ἔμπορος, ἐξομολογεῖται τὴν δῆθεν ἁμαρτίαν, λαμβάνει τὸ ἐπιτίμιον,