Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

καὶ ὁ πλέον καλλίτερος ἄρχων τῆς συγκλήτου, μεταβὰς διὰ ὑπόθεσίν του εἰς Ρώμην, ἠξιώθη νὰ ἴδῃ καὶ νὰ προσκυνήσῃ καὶ τὰ Ἀποστολικὰ λείψανα. Ὑπάρχων φιλόπατρις ὁμοῦ καὶ φιλόθεος σκέπτεται νὰ κάμῃ πρᾶγμα τολμηρὸν καὶ κινδυνῶδες, νὰ κλέψῃ δηλαδὴ τὰ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου καὶ νὰ τὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καὶ ἴσως ἤθελεν ἐπιτύχει καὶ οὗτος τὸ ποθούμενον, ἐὰν ἤθελε κάμει ὅπως ἔκαμεν ὁ ἔμπορος ἐκεῖνος. Νὰ ἐξομολογηθῇ πρῶτον εἰς τὸν Ἀπόστολον τὸν σκοπόν του καὶ νὰ ζητήσῃ ἀπὸ ἐκεῖνον τὴν ἄδειαν. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀμέσως ἐπροχώρησε μὲ αὐθάδειαν καὶ εἰς τὸ ἔργον. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔκλεψε τὸν θησαυρὸν καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς ἓνα σάκκον καινουργῆ καὶ καθαρὸν καὶ φορτώσας αὐτὸν εἰς ἕνα ἡμίονον, ἐξεκίνησε διὰ τὴν πατρίδα του Κωνσταντινούπολιν.

Τί ὅμως ᾠκονόμησεν ὁ θεῖος Πέτρος; Δὲν γνωρίζω διὰ ποῖον λόγον δεν ἤθελε νὰ ἐπιτρέψῃ νὰ φέρουν τὰ λείψανά του εἰς Κωνσταντινούπολιν· ἢ διότι δὲν ἔγινε τοῦτο μὲ τὴν ἄδειάν του ἢ διότι ἤθελε νὰ εἶναι ἐκεῖ διὰ πάντα φύλαξ καὶ σωτὴρ τῆς Ρώμης. Ἀποκαλύπτει ὅθεν τὴν νύκτα ἐκείνην εἰς τὸν Πάπαν τὰ πάντα. Δηλαδὴ τὴν κλοπὴν τῶν λειψάνων του καὶ ἐκεῖνον ὅστις τὰ ἔκλεψε κατ’ ὄνομα καὶ ὅτι ἐξεκίνησε διὰ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ δὲ Πάπας, ταραχθεὶς πολλὰ ἀπὸ τὸ ὅραμα, καλεῖ παρευθὺς ἱππεῖς ἀρκετοὺς καὶ πολλοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς στέλλει κατόπιν τοῦ κλέπτου. Ἐκεῖνοι δὲ τρέχοντες ταχέως τὸν ἔφθασαν καὶ ἐπανέφεραν τὰ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου εἰς τὴν Ρώμην. Τὸν δὲ Κωνσταντινουπολίτην ἐμαστίγωσαν μὲ ἀτιμίαν καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Πάπαν δεδεμένον. Ὁ δὲ Πάπας, βλέπων αὐτὸν καὶ ἐρωτήσας ποῖος εἶναι, ἔμαθεν, ὅτι εἶναι λαμπρὸς κατὰ τὸ γένος καὶ μέγας εἰς τὸ ἀξίωμα. Πρὸς τούτοις ἐξακριβώσας ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς κλοπῆς, τὴν ὁποίαν διέπραξεν, ἦτο εὐλαβὴς καὶ φιλαπόστολος, τὸν λύει παρευθὺς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τοῦ ὁμιλεῖ μὲ ἡμερότητα, ὡς πνευματικὸς πατήρ, τὰ πρὸς εἰρήνην συντείνοντα. Καὶ τὸ μὲν Ἀποστολικὸν λείψανον ἐνταφιάζει ἀσφαλῶς κάτωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης· εἰς δὲ τὸν ἄρχοντα ἐκεῖνον χαρίζει, ἀντὶ τοῦ λειψάνου, ταύτην τὴν σεβασμίαν Ἅλυσιν, ἀφ’ ἑνὸς διὰ νὰ καταπραΰνῃ μὲ τὸ δῶρον αὐτὸ τὴν πολλὴν λύπην τὴν ὁποίαν εἶχε διὰ τὴν ἀτιμίαν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμαν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διὰ νὰ παρηγορήσῃ τὸν πόθον τὸν ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸν Ἀπόστολον Πέτρον.