καταδεσμεῖται μὲ τὴν Ἅλυσιν, παρασύρεται ἑπτὰ φορὰς εἰς τὸν Ναὸν καὶ κτυπᾷ μὲ τὸ μέτωπόν του τὰς θύρας τοῦ ἀδύτου. Καὶ τὸ μετὰ ταῦτα, τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Ἀποστόλου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἱρέσεις αὐτοῦ; Ἀνοίγουν μόναι των αἱ θύραι τοῦ ἀδύτου εἰς τὸν ἱερόσυλον ἐκεῖνον ἔμπορο, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος ὁ κλεπτόμενος παραδίδει τὸν ἑαυτόν του εἰς κλοπήν. Διότι εὐθὺς ὡς ἤνοιξε τὸ ἄδυτον καὶ προσεκλήθη ὁ κλέπτης ὡς ἀπὸ αὐτὸν τὸν θεῖον Πέτρον νὰ εἰσέλθῃ (κατὰ ἀλήθειαν, ἀδελφοί, ἀνατριχιάζω εἰς τὸ φρικτὸν τοῦτο διήγημα), τότε, λέγω, ἁπλώνει ὀλίγον τὸν πόδα του ὁ Ἀπόστολος καὶ ἑκουσίως δίδει εἰς τὸν ἔμπορον τὸ ὑπόδημά του. Αὐτὸς παίρνει καὶ κρύπτει τοῦτο κάτωθεν τῆς μασχάλης του, καὶ ἐξέρχεται ἐκεῖθεν λάμπων ὅλος ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐχαριστίαν πρὸς τὸν εὐεργέτην του.
Γνωρίζω ὅτι ἐθαυμάσατε, ἀκροαταί, εἰς τὴν ὑπερβολὴν τοῦ θαύματος· καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἤθελα θαυμάσει εἰς τὴν ἰσχὺν και δύναμιν τὴν ὁποίαν ἔχει ἡ Ἅλυσις τοῦ Ἀποστόλου νὰ ἐνεργῇ τοιαῦτα θαυμάσια, ἀνίσως καὶ δὲν ἤθελον ἀκούσει προηγουμένως ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ σκιὰ τοῦ Ἀποστόλου ἠδύνατο νὰ ἀνιστᾷ νεκρούς. Ἂν καὶ τὸ νὰ ἐνεργοῦνται τοιαῦτα τεράστια διὰ μέσου τῆς Ἁλύσεως, ἣτις ἤγγισε σωματικῶς εἰς τὰ μέλη τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ ἡγιάσθη, δὲν εἶναι τόσον παράδοξον, ὅσον τὸ νὰ ἐνεργοῦνται θαυμάσια διὰ μέσου τῆς σκιᾶς, ἥτις παρηκολούθει τὸν θεῖον Ἀπόστολον Πέτρον. Τοῦτο εἶναι πλέον παραδοξότερον ἀπὸ ἐκεῖνο. Εἰ δὲ ἐκεῖνο καὶ ἔγινε καὶ ἐπιστεύθη, πολὺ περισσότερον τοῦτο θέλει πιστευθῆ.
Ὁ μὲν λοιπὸν ἔμπορος ἐκεῖνος, ὡς εἶπον προλαβόντως, χαίρων ὁμοῦ και εὐχαριστῶν τὸν Ἀπόστολον ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν ἔχων μαζί του ἐκεῖνο τὸ ἱερὸν ὑπόδημα. Ἡ δὲ δύναμις ἐκείνη, ἥτις ἢνοιξε πρότερον τὰς θύρας, ἐκείνη πάλιν τὰς ἔκλεισεν, ἀφοῦ ἐξῆλθεν ἐκεῖνος. Καὶ τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀγνώριστον ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἄλλους Ρωμαίους, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ εἰς τὸν Πάπαν, ἕως οὗ ἦλθεν ἡ διωρισμένη ἡμέρα, εἰς τὴν ὁποίαν ἦτο συνήθεια νὰ ἀνοίγῃ τὸ ἄδυτον ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶχε τὸ ἀποστολικὸν λείψανον, διὰ νὰ ἔρχεται ὅλος ὁ λαὸς νὰ τὸ ἀσπάζεται. Τότε εἰσελθὼν ὁ Πάπας καὶ ἰδὼν τὸν ἕνα πόδα τοῦ Ἀποστόλου χωρὶς ὑπόδημα, ἐθαύμασε μὲν καὶ ἐλυπήθη πολλὰ εἰς τὴν καταφρόνησιν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου, δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ καταλάβῃ τὸν τρόπον τῆς ἱεροσυλίας· ἐπειδὴ καὶ αἱ θύραι εὑρέθησαν κλεισμέναι καὶ αἱ σφραγῖδες ἄθικτοι. Ὑπελάμβανεν ὅμως ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν ἔγινε χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι, ἂν δὲν ἤθελεν ὁ Ἀπόστολος, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κάμῃ τις ἕνα τοιοῦτον τολμηρὸν ἔργον. Ἐπρόσταξε δὲ καὶ κατευσκεύασαν ἄλλο παρόμοιον ὑπόδημα καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν ἱερὸν πόδα τοῦ Ἀποστόλου.