Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

Τὸ μὲν λοιπὸν ἀποστολικὸν λείψανον εὑρίσκετο τοιουτοτρόπως περικεκοσμημένον, καὶ εἰς τόσην προφύλαξιν μέσα εἰς τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο, ἔξω δὲ ἀπὸ τὸν ἱερὸν τόπον τοῦ Ναοῦ εὑρίσκετο ἡ θεία τοῦ Ἀποστόλου Ἅλυσις, ἥτις ἐβλέπετο καὶ ἐπροσκυνεῖτο ἀπὸ ὃλους καὶ εἰς κάθε καιρόν, καὶ ἐποίει πάντοτε διάφορα θαύματα εἰς τοὺς προστρέχοντας εἰς αὐτὴν μετὰ πίστεως. Διότι ἡ σοφία τοῦ Πνεύματος εἶναι τοσαύτη, ὥστε νὰ συλλαμβάνῃ τὸν σοφιστὴν τῆς κακίας διάβολον μὲ τὰς ἰδικάς του παγίδας καὶ τὸν κάμνει νὰ πίπτῃ μέσα εἰς τοὺς λάκκους ἐκείνους τοὺς ὁποίους σκάπτει ὁ ἴδιος καὶ μὲ τὴν ἰδικήν του μάχαιραν φονεύει αὐτόν, καθὼς ἐφόνευσε τὸν Γολιὰθ ὁ Δαβίδ. Διότι καθὼς ἐμηχανεύθη τὸν Σταυρὸν ὡς ὅπλον θανατηφόρον ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐλανθάσθη δὲ ὁ ἄθλιος, διότι εὗρεν αὐτὸν τὸν Σταυρὸν εἰς ἡμᾶς μὲν ὅπλον σωτηρίας, εἰς δὲ τὸν ἑαυτόν του ὅπλον ἀπωλείας καὶ ἀφανισμοῦ. Τοιουτοτρόπως ἔπαθε, καὶ ὅταν ἐχάλκευε τὴν Ἅλυσιν ὡς ὄργανον βασανιστικὸν τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ δὲν ἐγνώριζεν ὁ δείλαιος, ὅτι ἔκαμνεν αὐτὴν ὄργανον θαυματουργίας, εἰς τὸ νὰ κάμνῃ ἀπείρους θεραπείας εἰς τοὺς πιστούς. Πολλὰ λοιπὸν εἶναι τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Κορυφαῖον διὰ μέσου τῆς Ἁλύσεως ταύτης καὶ πολὺ εἶναι τὸ πλῆθος τῶν τεραστίων, ἅτινα προῆλθον ἀπὸ αὐτήν. Εἰς ἡμᾶς δὲ ἀρκετὸν εἶναι νὰ διηγηθῶμεν ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶναι χαριέστερον ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ δεικνύει τὴν ἀνεκλάλητον αὐτῆς δύναμιν καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου φαίνεται ὅτι ἡ Ἅλυσις δὲν θεραπεύει μόνον σωματικὰς ἀσθενείας, ἀλλὰ λύει καὶ συγχωρεῖ καὶ ἁμαρτίας, τὸ ὁποῖον εἶναι παραδοξότατον καὶ ἀκούσατε.

Κατά τινα καιρὸν ἐπῆγεν εἰς τὸν τότε Πάπαν, ἄνδρας θαυμάσιος καὶ σοφὸς εἰς τὰ θεῖα, ἕνας Χριστιανὸς καὶ ἐξωμολογήθη εἰς αὐτὸν μεγάλα καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα καὶ μετὰ πολλῶν δακρύων ἐζήτει νὰ λάβῃ ἀπὸ αὐτὸν τὴν συγχώρησιν. Ὁ δὲ Πάπας ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιάν του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸν κανόνα, τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ, τὴν λύσιν ὅμως τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἄφησεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Κορυφαίου. Προστάσσει λοιπὸν αὐτὸν νὰ δεθῇ μὲ τὴν Ἅλυσιν τοῦ Ἀποστόλου χεῖρας καὶ πόδας καὶ ὅλον τὸ σῶμά του, καὶ νὰ συρθῇ ἑπτὰ φορὰς εἰς ὅλον τὸ ἔδαφος τοῦ Ναοῦ. Τέλος δὲ νὰ ὑπάγῃ καὶ εἰς ἐκεῖνο τὸ ἄβατον μέρος τοῦ Ναοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο τὸ ἅγιον λείψανον, νὰ κτυπᾷ μὲ τὴν κεφαλήν του τὰς κεκλεισμένας θύρας ἐκείνου καὶ ἐὰν ἀνοίξουν αὐταὶ μόναι των νὰ εἶναι τὸ θαῦμα σημεῖον συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων του, εἰ δὲ καὶ δὲν ἀνοίξουν, νὰ μένῃ εἰς τὰ ἐπιτίμια τὰ ὁποῖα τοῦ ἔδωσεν. Ἔκαμεν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος καθὼς τὸν προσέταξεν