Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

πηγαίνει εἰς τὸν οὐρανόν; Μὲ αὐτὸ τὸ σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖον τώρα ἀναβαίνει, μὲ αὐτὸ πάλιν μέλλει νὰ καταβῇ διὰ νὰ κρίνῃ ὃλον τὸν κόσμον». Εἰς δὲ τοὺς Ρωμαίους, οἱ ὁποῖοι ἐθαύμαζον τὸν ἐνθρονισμὸν τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου φαίνεταί μοι, ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ρώμης, ὡς Ἄγγελοι παρεστηκότες, ἔλεγον· «Ἄνδρες Ρωμαῖοι, τί ἵστασθε θαυμάζοντες ταύτην τὴν ἀποστολικὴν καθέδραν; Μὲ τοῦτο τὸ σχῆμα καθήμενος ἐπὶ θρόνου, ὄχι οἰκοδομητοῦ, οὐδὲ ὑπὸ χειρὸς ἀνθρωπίνης κατεσκευασμένου, ὅμως θρόνου, μέλλει νὰ κρίνῃ ὁ Ἀπόστολος τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων».

Λοιπὸν ἀφοῦ κατεσκευάσθη ὁ Ναὸς καὶ ὁ ἄβατος τόπος καὶ ὁ θρόνος, καὶ το ἅγιον λείψανον ἐνεθρονίσθη ζωοπρεπῶς εἰς αὐτόν, διὰ νὰ πιστωθῇ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται». Ἐκεῖνο δὲ τὸ ἄδυτον μέρος, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὸ ἀποστολικὸν λείψανον, δὲν τὸ περιέφραξαν μὲ λινὰ καὶ ἂλλα τοιαῦτα παραπετάσματα οἱ τοῦτο κατασκευάσαντες, καθὼς ὁ Βεσελεὴλ περιέφραξε τὰ ἄδυτα τῆς παλαιᾶς ἐκείνης σκηνῆς, ἀλλὰ τὸ εἶχον κεκλεισμένον μὲ θύρας διπλᾶς καὶ ἀσφαλῶς κλειδωμένας. Καὶ ὁ μὲν ἐπίλοιπος Ναὸς ἦτο ἀνοικτὸς εἰς ὅλους, καὶ ὁ καθ’ εἶς εἰσήρχετο, ἐκεῖνο δὲ τὸ ἄδυτον μέρος τρεῖς φορὰς μόνον τὸ ἔτος ἠνοίγετο καὶ ἔμβαινον οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὸ ἅγιον λείψανον. Τοῦτο δὲ τὸ ἔκαμαν διὰ νὰ τὸ τιμοῦν περισσοτέρως λόγῳ τῆς ἀργοπορίας καὶ νὰ μὴ τὸ καταφρονοῦν διὰ τὴν συχνὴν προσκύνησιν· καὶ ὄχι μόνον διὰ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν στολισμὸν τὸν ὁποῖον εἶχον εἰς τὸ ἅγιον λείψανον ἀπὸ κάθε πολύτιμον ὕλην, διὰ τοῦτο ἐσκέφθησαν τὴν προφύλαξιν ἐκείνην, καὶ τὰς διπλᾶς θύρας καὶ κλεῖδας, διὰ νὰ εἶναι ἀποτείχισμα εἰς τοὺς κλέπτας, φραγμὸς εἰς τοὺς ἱεροσύλους καὶ ἐμπόδιον εἰς τοὺς τυμβωρύχους. Διότι τὰ μὲν ὑποδήματα τῶν ποδῶν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἦσαν κάτωθεν μὲν ἐκ χρυσοῦ καθαροῦ, ἄνωθεν δὲ ἦσαν μαργαρῖται λαμπροὶ καὶ πολύτιμοι λίθοι. Ὅλον δὲ τὸ φόρεμά του ἦτο χρυσοΰφαντον, καὶ μὲ μαργαρίτας περικεκοσμημένον. Οὕτω λοιπὸν ὁ πένης καὶ ἁλιεὺς ἦτο ἐστολισμένος ὡς τοὺς μεγαλοπρεπεστάτους βασιλεῖς καὶ ἐκεῖνος, ὅστις δὲν εἶχε τὸν τρόπον νὰ εὕρῃ ἀπὸ πουθενὰ τὸ νόμισμα τοῦ διδράχμου, διὰ νὰ πληρώσῃ τοὺς φόρους ἐβαρύνετο ἀπὸ τὸ πολὺ χρυσίον. Καὶ ἐκεῖνος ὅστις μετὰ βίας ἐξουσίαζε τὰ χαλίκια, ἅτινα εὑρίσκονται εἰς τοὺς αἰγιαλούς, εἶχε τὸ ἔνδυμά του ὃλον μαργαριτοστόλιστον καὶ ἀληθῶς τότε ἦτο ὡραῖος εἰς τοὺς πόδας, ἐκεῖνος ὅστις εὐηγγέλισεν εἰς τὸν κόσμον εἰρήνην καὶ ἀγαθὰ κατὰ τὸν λόγον τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου, ὁ ὁποῖος λέγει· «Ὦ πόδες εὐαγγελιζομένου ἀκοὴν εἰρήνης, ὡς εὐαγγελιζόμενος ἀγαθά» (Ἡσαΐας, ΝΒ΄, 7).