Λόγος εἰς τὴν προσκύνησιν τῆς Τιμίας Ἁλύσεως τοῦ ἐνδόξου Ἀποστόλου ΠΕΤΡΟΥ.

Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ἔμπορος, λαβὼν ἀρκετὰ χρήματα ἀπὸ τὸ ὑπόδημα τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου και ἐμπορευόμενος μὲ αὐτά, ηὐτύχησε πολὺ καὶ ἔγινεν ὑπέρπλουτος. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ προφθάσῃ, νομίζω, τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ δανειστοῦ μὲ τὴν ταχεῖαν ἀνταπόδοσιν τοῦ χρέους του, καὶ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν εὐεργέτην καθὼς ὑπεσχέθη. Αὐτὸς ὅμως δὲν γνωρίζω πῶς, διεφθάρη τὴν ψυχὴν ἢ ἀπὸ τὸν πολὺν πλοῦτον καὶ ἔπεσεν εἰς φιλαργυρίαν, ἢ διότι ἤκουσεν ὅτι ὁ Πάπας κατεσκεύασεν ἄλλο ὑπόδημα καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὸν πόδα τοῦ Ἀποστόλου, διὰ τοῦτο ἐνόμισεν ὅτι εἶναι περιττὸν νὰ κατασκευάσῃ ἄλλο καὶ αὐτὸς τρίτον ὑπόδημα. Διότι ἔλεγεν ὅτι δὲν χρειάζονται τρία ὑποδήματα εἰς τὸν Ἀπόστολον, ἐνῷ ἔχει δύο πόδας· διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἠμέλησεν εἰς τὸ νὰ ἀνταποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν καὶ ἠδιαφόρησε, διὰ νὰ εἴπω ἔτσι, εἰς τὴν πληρωμὴν τοῦ χρέους του. Ἀλλὰ ὁ θεῖος Πέτρος δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ κυριευθῇ εἰς πολὺν καιρὸν ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν ταύτην καὶ ἀδιαφορίαν. Ὅθεν φαίνεται διὰ νυκτὸς εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ ἐνθυμίζει τὸ χρέος καὶ ζητεῖ τὴν ἀνταπόδοσιν. Ὁ δὲ ἔμπορος παρευθὺς εὐτρεπίζει τὸ ὑπόδημα λαμπρότατον καὶ πηγαίνει εἰς τὴν Ρώμην καὶ ἀφοῦ ἐξωμολογήθη πάλιν εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἐδέθη μὲ τὴν Ἅλυσιν καὶ ἐκτύπησε τὴν θύραν καὶ ἤνοιξε καὶ εἰσῆλθεν, τότε, ὢ τοῦ θαύματος! ἥπλωσε πάλιν τὸν πόδα του ὁ Ἀπόστολος, καὶ ὁ ἔμπορος ἐξάγων ἐκεῖνο τὸ ὑπόδημα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔκαμεν ὁ Πάπας, τοῦ φορεῖ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔκαμεν αὐτὸς τὸ καινουργές. Τὸ δὲ ὑπόδημα τοῦ Πάπα τὸ ἔβαλε μὲ μεγάλην συστολὴν καὶ φόβον ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο πόδας τοῦ Ἀποστόλου, οἱ ὁποῖοι μόνοι, ὡς νὰ ἦτο ζῶν, ἐμάκρυναν ὀλίγον ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ἔκαμαν τόπον νὰ βάλῃ τὸ τρίτον ὑπόδημα. Καὶ οὕτω πληρώνων τὴν ὑπόσχεσίν του ἐξῆλθε χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος.

Καὶ τὸ μὲν ἀποστολικὸν λείψανον εὑρίσκετο τοιουτοτρόπως κεκοσμημένον εἰς χρόνους πολλούς. Ἔπειτα δὲ ἀπὸ πολὺν καιρόν, δὲν γνωρίζω διὰ τί, ἄλλως ᾠκονόμησεν ὁ Θεός· «Τὶς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» καὶ παρέλυσε τὸ ἅγιον λείψανον καὶ ἐχωρίσθη ἡ ὁλοκληρία τοῦ σώματος εἰς κεφαλήν, σπονδύλους, πήχεις, μηρούς, ταρσοὺς καὶ δακτύλους. Τοῦτο ἴσως ἐγένετο διὰ νὰ παιδεύσῃ τὸν λαὸν τῶν Ρωμαίων, ὁ ὁποῖος ἐπαρανομοῦσεν. Τότε πλέον ἐπῆραν ἀπ’ ἐκεῖ τὸν θρόνον καὶ τὸν στολισμὸν καὶ τὰ ὑποδήματα. Τὰ δὲ λείψανα τοῦ Ἀποστόλου τὰ ἔβαλαν μέσα εἰς ἕνα κιβώτιον καὶ τὰ κατέθεσαν εἰς ἕνα μέρος τοῦ Ναοῦ. Ἐπέρασαν μετὰ ταῦτα πολλὰ ἔτη, ὅτε ἕνας Κωνσταντινουπολίτης, λαμπρὸς κατὰ τὴν ἀξίαν, θεοφιλὴς δὲ κατὰ τὴν προαίρεσιν,